Αμβέρσα Calling
Μια συζήτηση του Νικόλα Βαμβουκλή με τον Γιώργο Μαραζιώτη
⁰¹ Sioux, 2018. Συλλογή Υπουργείου Εξωτερικών Βελγίου.
⁰² Pleased to Meet You, 2019. Ανάθεση για την έκθεση Just a bowl of cherries σε επιμέλεια Νικόλα Βαμβουκλή στην 7η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης.
⁰³ Monroe Springs, 2020. Άποψη έκθεσης στην Base-Alpha Gallery, Αμβέρσα.
⁰⁴ TELL ME, 2021. Σχέδιο για γλυπτό στον δημόσιο χώρο. Σχεδιασμός: Γιώργος Μαραζιώτης & Σοφία Παναγιωτοπούλου.
⁰⁵ Untitled (What You Give Is Always What You Get), 2021
⁰⁶ Untitled (Marleen), 2022. Άποψη εγκατάστασης από την ομαδική έκθεση Ballroom Project #4: The Grotesque σε επιμέλεια Ilse Roosens.
NB: Γιώργο, είσαι ένας από τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχω συνεργαστεί συστηματικά την τελευταία πενταετία. Από την έκθεση Πώς να πέσετε με χάρη (2018) στην K-Gold Temporary Gallery έως το Just a bowl of cherries (2019–20) στην Μπιενάλε Θεσσαλονίκης καθώς και σε διάφορα απραγματοποίητα πρότζεκτ που σχεδιάσαμε μαζί και ελπίζω ότι θα βρουν τον δρόμο τους σύντομα. Πώς έχει εξελιχθεί η πρακτική σου σε αυτήν την περίοδο;
ΓΜ: Τη χρονιά που με κάλεσες στην Λέσβο για να δημιουργήσω νέο έργο, ολοκλήρωνα ένα μεταπτυχιακό στη γλυπτική, στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, και ήμουν σε μια διαδικασία έντονης ενασχόλησης με διαφορετικά υλικά και φόρμες. Επίσης, προσπαθούσα να συγκεράσω στον χώρο, γλυπτική και ζωγραφική — μια και πάντα προσεγγίζω ένα έργο, ό,τι μορφή κι αν πάρει, πρώτα ζωγραφικά. Από το 2018 μέχρι σήμερα, έχω απομακρυνθεί αρκετά από την υλικότητα, δεν διαθέτω studio, γράφω πολύ, δεν παράγω πολλά έργα και προσπαθώ αυτά που φτιάχνω να γίνονται σε συνεργασία με τεχνίτες και άλλους καλλιτέχνες. Αποσκοπώ δηλαδή περισσότερο σε μια διαδικασία διαλόγου παρά στο να είμαι αυτός που δημιουργεί το έργο, μόνος του. Επίσης, αφιερώνω περισσότερο χρόνο στην καλλιτεχνική έρευνα και στη χρήση του λόγου ως πρωταρχικό καλλιτεχνικό μέσο.
NB: Προσωπικά, θαυμάζω την επιμονή σου να κατασκευάζεις γλυπτικά περιβάλλοντα, όπου προ(σ)καλείς το κοινό να περιηγηθεί σε αυτά και να σκεφτεί σωματικά. Να επενδύσει κατά κάποιο τρόπο συμμετέχοντας. Υπάρχει ένα αινιγματικό αίσθημα πλησιάζοντας τα συγκεκριμένα έργα· το φαινομενικά οικείο και θερμό είναι στην πραγματικότητα αφιλόξενο, σχεδόν επικίνδυνο, από κοντά. Τι επιδιώκεις με αυτήν τη μετάβαση και πώς εκλαμβάνεις τους επισκέπτες στη διαδικασία δημιουργίας αυτών των «τοπίων»;
ΓΜ: Τα υλικά που χρησιμοποιώ για την κατασκευή των γλυπτικών μου «τοπίων» είναι καθημερινά, κυρίως βιομηχανικά, όπως χαλκός, πλακάκια πισίνας, σωλήνες inox, γυαλί, μάρμαρο, PVC, κ.ά. Έτσι δημιουργείται μια αίσθηση οικειότητας και ασφάλειας στους θεατές και τα προσεγγίζουν με ευκολία. Όταν όμως τα περιεργάζονται από κοντινή απόσταση, αντιλαμβάνονται πως αυτό που αρχικά ένιωσαν αλλάζει και το οικείο γίνεται ανοίκειο ενώ το ασφαλές επικίνδυνο. Στηρίζομαι στον διττό χαρακτήρα πραγμάτων και καταστάσεων και προσπαθώ πάντα να αφήνω αρκετό χώρο σκέψης στους επισκέπτες των εκθέσεών μου. Αλλά χρειάζομαι τόσο τη ματιά τους όσο και τη σωματική τους «ανάγνωση». Γι’ αυτό και πολλές φορές καθορίζω συγκεκριμένες πορείες στον χώρο που πρέπει να ακολουθήσουν για να συνδιαλλαγούν με το έργο.
NB: Εδώ και αρκετά χρόνια ζεις και εργάζεσαι στην Αμβέρσα, μια πόλη γνωστή για την πειραματική προσέγγισή της στη μόδα και όχι μόνο. Βρέθηκες εκεί αρχικά για σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και αποφάσισες τελικά να παραμείνεις στο Βέλγιο. Μπορείς να μου πεις για αυτήν την εμπειρία;
ΓΜ: Ο λόγος που ήρθα στην Αμβέρσα, δεν ήταν το μεταπτυχιακό, αλλά η ανάγκη να γνωρίσω και να ζήσω στην πόλη. Το μεταπτυχιακό μου έδωσε χρόνο και χώρο έτσι ώστε να αφιερωθώ στην πρακτική μου και να έρθω σε επαφή με άλλους καλλιτέχνες, συγγραφείς, ακαδημαϊκούς, κ.ά. Η Αμβέρσα έχει κεντρική θέση στην Ευρώπη, μπορώ και ταξιδεύω οικονομικά και γρήγορα, ενώ όντως όπως ανέφερες παρουσιάζει σύγχρονη μόδα και τέχνη σε έντονο ρυθμό. Αυτό που με κρατάει στην πόλη, πέραν του ότι η καλλιτεχνική εργασία αντιμετωπίζεται (συλλογικά) ως εργασία και όχι ως πάρεργο, είναι η συνεργασία μου με την Base-Alpha Gallery αλλά και η ανάπτυξη της ερευνητικής μου πρακτικής. Φέτος έχω τη θέση του ερευνητή στην Ακαδημία της Αμβέρσας, όπου κάνω ένα μεγάλο έργο σχετικά με τον εκπαιδευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα του ιστορικού αυτού ιδρύματος. Ουσιαστικά, προσπαθώ να δημιουργήσω ένα πορτρέτο της Ακαδημίας βάσει των ιστοριών και αφηγήσεων του προσωπικού της (φοιτητές, καθηγητές, τεχνικό προσωπικό, κ.λπ.). Με την Base-Alpha Gallery συνεργάζομαι εδώ και τρία χρόνια και στις 11 Μαΐου ξεκινά η δεύτερη ατομική μου έκθεση εκεί, με τίτλο Hard Desires. Η εγκατάσταση που θα παρουσιάσω αποτελεί ευθεία αναφορά στη δυναμική της σάρκας, την ανάγκη για επαφή και την αξία του να είμαστε παρόντες — σωματικά και νοητικά — σε μια καπιταλιστική κοινωνία που βάζει τις ανθρώπινες σχέσεις σε δεύτερη μοίρα.
NB: Δεν παύεις όμως να συνδέεσαι άμεσα με την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα με τον τόπο καταγωγής σου. Σκέφτομαι την έρευνα που έκανες για τη μεταβιομηχανική ιστορία της Πάτρας, όπου μετέτρεψες προσωπικές ιστορίες σε μνημειακές φωτεινές εγκαταστάσεις και τις τοποθέτησες στον αστικό ιστό της πόλης. Σε ποιον έδωσες φωνή μέσα από το έργο TELL ME (2021) και γιατί επέλεξες να το παρουσιάσεις στον δημόσιο χώρο;
ΓΜ: Ουσιαστικά, η έρευνα που κάνω φέτος αποτελεί μια συνέχεια του έργου που πραγματοποίησα στην Πάτρα το 2021. Εκεί μελέτησα τον μεταβιομηχανικό χαρακτήρα της πόλης μέσω των προφορικών ιστοριών μελών της εργατικής της τάξης. Να τονίσω εδώ πως δεν πρόκειται μόνο για παρελθοντικές ιστορίες αλλά και για καταγραφή απόψεων για το μέλλον. Οπότε, πέραν των εργατών που δρούσαν στο παρελθόν, συνομίλησα και με νεότερους που είναι ενεργοί σήμερα. Σε συνεργασία με τελειόφοιτους της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Πάτρας, τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Θεοδωρόπουλο και τη μουσειολόγο Γεωργία Μανωλοπούλου, ο λόγος μεταφράστηκε σε γλυπτά αλλά και σε ένα ηχητικό τοπίο-podcast, σε επιμέλεια του μονωδού Νικόλα Μαραζιώτη και της ραδιοφωνικής παραγωγού Ζακελίνας Κυρούση. Θεωρώ ότι ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα νοσεί: το πως τον αντιλαμβανόμαστε ατομικά, η έλλειψη συλλογικής διαχείρισης και η αδιαφορία της πολιτείας για την πολιτιστική, αρχιτεκτονική και εκπαιδευτική του ανάδειξη τον καθιστούν προβληματικό. Γι’ αυτό και προσπάθησα να μεταφέρω τον καταγεγραμμένο λόγο στην καθημερινότητα της πόλης. Άλλωστε οι μύθοι — ή οι αλήθειες — που συνέλεξα είναι εκείνοι που (συν)διαμορφώνουν την πόλη.
NB: Θέλω να μάθω περισσότερα για τη σχέση σου με τη μόδα. Συμμετείχες πρόσφατα στα Ένστολα Σώματα (2022), μια νέα συλλογική έκδοση της CLOTHESLINES που εξετάζει το ενδυματολογικό στοιχείο της στολής. Αν θυμάμαι σωστά, είχες συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν με τη συνεπιμελήτρια του βιβλίου και σχεδιάστρια μόδας Ελευθερία Αράπογλου.
ΓΜ: Με την Ελευθερία γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και αποτελεί μία από τις λίγες σταθερές συνεργάτιδές μου στην Ελλάδα. Θεωρώ πως προσεγγίζει το ρούχο γλυπτικά και «αρχιτεκτονικά», ενώ οι ερευνητικές μας πρακτικές συμπίπτουν. Η μόδα, ως διαδικασία έρευνας, δημιουργίας και παρουσίασης του ενδύματος, με απασχολεί συνεχώς μιας και συνδέεται άμεσα με το πώς φερόμαστε στον χώρο, τι σημαίνει ταυτότητα και πώς διαμορφώνονται οι ταξικές διαφορές. Με την Ελευθερία έχουμε συνεργαστεί για παραστάσεις θεάτρου και χορού, σε συλλογές της Digitaria και σε εκθέσεις όπως η Τραμουντάνα, σε επιμέλεια του Αλέξιου Παπαζαχαρία στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα (2016).
NB: Για να κλείσουμε, θα διαλέξω για σένα μια ερώτηση από το περίφημο ερωτηματολόγιο του Προυστ. Μόλις έμαθα ότι τελικά δεν είναι δικό του. Είναι ένα ρηχό παίγνιο του 19ου αιώνα, που διασώθηκε επειδή έτυχε να το συμπληρώσει στο λεύκωμα μιας φίλης του. Λοιπόν, ποιο ταλέντο θα ήθελες να έχεις περισσότερο;
ΓΜ: Το ταλέντο του να μπορώ να εξαλείψω την βαρύτητα που δίνουμε στο … ταλέντο! Θεωρώ πως θα ήταν περισσότερο δόκιμο να εστιάζουμε στην καθημερινή εργασία που απαιτεί το ό,τι κάνουμε, και ουσιαστικά είναι αυτή που αναπτύσσει το όποιο ταλέντο.
Ο Γιώργος Μαραζιώτης (1984, Αθήνα) είναι καλλιτέχνης και ερευνητής. Δουλειές του έχουν παρουσιαστεί σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις διεθνώς. Ζει και εργάζεται στην Αμβέρσα.
Ο Νικόλας Βαμβουκλής (1990, Μυτιλήνη) είναι επιμελητής και καλλιτεχνικός διευθυντής της K-Gold Temporary Gallery, ενώ συνεργάζεται με διεθνή ιδρύματα τέχνης. Ζει στην Αθήνα.