Το Περας του Δάσους
Ζήσης Κοτιώνης



Από την κλειδαρότρυπα της οθόνης κοιτούσα τα σπλάχνα των δέντρων, στις εικόνες του δάσους του Τάσου Βρεττού. Ήταν κλαδιά, οι κορμοί και οι ρίζες, καμένα και έρημα δέντρα της Αττικής, σπαράγματα του ενδότερου είναι του ζώου-φυτού φερμένα στις δύο διαστάσεις της ακτινογραφίας των πνευμόνων ενός βαριά ασθενούς.

Η προβολή της διάφανης άσπρης-μαύρης εικόνας στον τοίχο κι εγώ θεατής, σαν σε απορία γιατρός, συγγενής του αρρώστου ή σαν το θύμα της νόσου. Ένα ξύλινο σώμα κι εγώ να κοιτάζω ορθός το αδιαπέραστο σκότος του άρρητου είναι ή δεν είναι των δέντρων, αιχμάλωτο σε ένα στιγμιαίο σπασμό του φακού. Τότε, με μια βαθιά εκπνοή, θυμήθηκα το πρώτο δάσος που είδα ή καλύτερα ένιωσα επάνω στο σώμα όταν ήμουν ακόμα παιδί.


ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στην αγκαλιά της μητέρας κουνούσα τα χέρια μες στο νερό. Εκείνη χαλαρά με κρατούσε κι ύστερα μ’ άφηνε μπας κι επιπλεύσω μονάχος στα παιγνιώδη μικρά κυματάκια, στο παραλιάκι του Φλοίσβου στο Φάληρο, καθώς γλιστρούσα απλωμένος στον κορμό της επάνω ενώ τα πόδια της ξύναν το χλωρό δικό μου κορμό με ξυρισμένα τριχάκια, που νόμιζα τότε πως ήταν αγκάθια στα πόδια, κλαδιά μυτερά κάποιου άγνωστου δάσους φυτρωμένου στις κνήμες της μάνας. Έκτοτε έμεινε αυτή, σαν πρώτη εμπειρία του δάσους, τρομακτική μα κι οικεία, γραμμένη απ’ το σώμα επάνω στο σώμα, γραμμένη από κορμό σε κορμί ή κορμί σε κορμό.

Χρόνια τώρα αν και δεν βρίσκεται εδώ, στέκει ορατή, στο ανάποδο δάσος, εκεί: στο βυθό; και ποιος απ’ τους δυο ναυαγεί; Η πυρκαγιά που ’χει ανάψει το θέρος, στη ζέστη, καθόλου δε σβήνει στο φως του χειμώνα ή στο κρύο. Έτσι και τώρα, τούτα τα δέντρα του δάσους της Αττικής στοιχειώνουν σαν τέρατα, στα άγονα πέρατα της αττικής χερσονήσου, τη μνήμη ενός σώματος-κούτσουρου χωρίς ηλικία.

Τα δάση που ζήσαμε εδώ στην Ελλάδα δεν ήτανε δάση μεγάλα, ήτανε δάση μικρά, περατά. Μέσα απ’ τα δέντρα δεν βλέπαμε πίσω τους δέντρα σε ένα όρθιο σεντόνι όπου προβάλλει το έργο του δάσους πυκνό, δέντρο το δέντρο, καρέ το καρέ όπως συμβαίνει στα βόρεια δύσβατα δάση και γεμίζει με φύλλα όλο το κάδρο. Αντίθετα εδώ, τα εδάφη δεν είναι συχνά οριζόντια κι έτσι, ανάμεσα στα δέντρα διακρίνουμε πάντοτε πέτρες και θάμνους καθώς ορθώνεται κάθετα στο κατακόρυφο επίπεδο προβολής το έδαφος και ποτέ δεν προφταίνει το πράσινο τοίχος να κρύψει απ’ το φόντο την κόκκινη γη. Κάπως έτσι συμβαίνει ακόμα, με το φως και τη λάμψη που αναβλύζει από κάτω στις ελαιώδεις υφές των τοπίων του Κωνσταντίνου Μαλέα.

Δάση μικρά, περατά, στο Σχοινιά, τη Ραφήνα ή το Λαύριο, στου σχολείου την κοπάνα με τσιγάρο στο στόμα κι ένα άλλο στ’ αυτί, πίσω απ’ τις ευώδεις σκιές των όγκων των πεύκων, επάνω στις ριγμένες στο χώμα ξεραμένες βελόνες, ανάβαμε, καίγαμε κι ύστερα σβήναμε με ιερή προσοχή διαβασμένα βιβλία της ύλης του έτους μέσα στο δάσος, έφηβοι, δίχως ελπίδα, με τον άρρηκτο φόβο του κουδουνιού να πλανάται, πού πέρα απ’ το διάλειμμα έξω μας έφερνε μέσα, στις νόρμες της τάξης κάθε επόμενη μέρα, ξανά και ξανά. Ή λίγο αργότερα κάνοντας κρoς με ασημένια Γιαμάχα XT 500 στο κόκκινο χώμα του Τατοΐου, ανάμεσα στα καυτά αλλά όχι ακόμα καμένα πεύκα, βελόνες και πέτρες με παλμούς του κυλίνδρου να χτυπάει η καρδιά, κραδασμούς στις μπουκάλες, γραφές της στιγμής στο γοργά εποχούμενο σώμα. Ή, λίγο αργότερα, νύχτες στου Φιλοπάππου, χωμένοι στους θάμνους, με αναμμένες τις καύτρες και γυάλινα κόκκινα μάτια. Ή, λίγο αργότερα, πατώντας στου Πικιώνη τις μαρμάρινες πλάκες, ίχνη μιας μυθικής γεωλογίας, σπαρμένων προσώπων στους έμψυχους βράχους.


ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΟΛΟΙ ΦΥΤΕΥΟΥΝΕ ΚΟΒΕΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Έγραφε ο Δημήτρης Πικιώνης το 1955:

«Όλα τα ξενικά δένδρα θα εκκοπούν, ως και εκείνα άτινα δεν συνάδουν διόλου προς τον χαρακτήρα του τόπου πλαγιόκλαδοι, κυπάρισσοι ών αι κατακόρυφοι παραβλάπτουν την — σωτήρια — ενέργεια των κιόνων των σιωπηλών ερειπίων της αρχαϊκής εποχής».

Τα δέντρα ρημάζουν την ιστορία, με ρίζες βαθιές αλέθουν τα ερείπια κάτω απ’ το χώμα, μα ποιος έχει δίκιο, το πνεύμα των αρχαίων κατοίκων που μας διαφεύγει εντελώς, τα ολοζώντανα δέντρα ή εμείς; Στην ίδια έκθεση-εισήγηση προς τον υπουργό — μελλοντικό κυβερνήτη της χώρας, υψήκορμο, με αγέρωχο ύφος εθνάρχη — ο ποιητής, σκυμμένος με το βλέμμα στη γη μιλούσε για εκκοπή των δέντρων και όχι για φύτευση, γεγονός που με έχει σημαδέψει ακόμα καθώς ατενίζω το κυκλαδίτικο έδαφος του Υμηττού και προστρέχω σε μιαν άξαφνη, επίμονη ιδέα, που είχα στις αρχές της νέας χιλιετίας: να γίνουν πεζούλες στις παρειές του βουνού για να συγκεντρώσουν το χώμα που λείπει από την εποχή του Χριστού και να φυτευτεί σαν να ήταν μια πλαγιά της Νοτίου Ευβοίας, της Άνδρου, της Τζιας ώστε να βρίσκεται αύριο ως εύφορο πάρκο — τι θαύμα! — στο κέντρο της πόλης της Αττικής. Ποιος άραγε σήμερα θα μπορούσε να χτίσει πέτρα προς πέτρα πεζούλες μ’ αφάνταστο μόχθο; Η τεχνητή νοημοσύνη ή μήπως εμείς χωρίς να έχουμε χρήσιμα χέρια;


ΝΑ ΧΤΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΥΜΗΤΤΟ

Να χτίσουμε τον Υμηττό! Να ξαναχτίσουμε με τις πέτρες του τον Υμηττό, έλεγα και ξανάλεγα κι οι οικολόγοι με κυνηγούσαν ρίχνοντας πέτρες και φτυάρια στον ξερό ποταμό.


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΑΣΟΣ

Αφήνοντας τα περατά δάση της Αττικής, μικρά σαν μια δρασκελιά, όπου δεν μπορείς να χαθείς καθόλου εντός τους ακόμα κι αν θέλεις — όπως καμωνόταν πως χάνεται στα Holzwege ο πονηρός Γερμανός στοχαστής με το μουστάκι και τον κουβά στην καλύβα, γεμάτο σκατά — με κομμένη ανάσα πέρασα για μια στιγμή έξω από τα σκοτεινά μονοπάτια του Μέλανα Δρυμού χωρίς να γνωρίσω ποτέ τα κρυφά μυστικά του ολοσκότεινου δάσους. Προτιμούσα το φως απ’ τις σκιές, την ταλάντωση του χαμόγελου από το ψυχρό κι αμφίσημο νεύμα του πονηρού στοχαστή. Με φόβο απέφευγα τους πολυδαίδαλους δρόμους, που χάνεσαι αναίτια μέσα στο δάσος σαν να είσαι το θύμα που κυνηγά ο τραγικός εαυτός του, ταυτόχρονα θήραμα και θηρευτής.

Αν το δάσος είναι κοινότητα είναι αδύνατον να βρεθείς εκεί δα και να μην περισσεύεις ως ανάδελφο ον. Στα μεγάλα δάση της Βόρειας Ευρώπης η πλήξη μου ήταν αφόρητη και σε τούτο οφείλονταν δραματικοί χωρισμοί, καβγάδες, έριδες, διαφωνίες με τον εαυτό μου τον ίδιο, εντάσεις, σιωπές ως που να φτάσω και πάλι στην ολόμαυρη ράχη της Κέας, τις διεσπαρμένες βελανιδιές της αρχαϊκής εποχής, που μία μία σαν τρελές ξεπηδάνε στο χώμα, εκεί, μέσα απ’ το αλάτι, τα χρόνια, το βοριά, τα κοτρόνια. Ο αέρας γέρνει τα δέντρα, καμένα απ’ την άλμη του Αιγαίου. Οι ακτίνες στα φύλλα-σπαθιά ως που να καμφθεί ο κορμός στο βοριά, να ακουμπήσει την πέτρα και κάτω απ’ την πέτρα να βρεις τυλιγμένο το φίδι σαν γυαλισμένο μαύρο κλαδί.

Με σαράντα βαθμούς Κελσίου και τον ήλιο καρφωμένο σαν πρόκα που στηρίζει το κάδρο του γαλάζιου ουρανού, μαύρο απ’ τη λάμψη μπροστά στην άφαντη τρύπα του γαλαξία, φυγαδεύτηκα κάτω από τη διάτρητη σκιά μιας κυρτωμένης δρυός κι είδα το δάκρυ του ιδρώτα ευθύς να στεγνώνει, καθώς κάτω απ’ την κόμη του ρημαγμένου αν και αγέρωχου δένδρου αισθάνθηκα τον υδράργυρο να πέφτει απότομα κι είπα:

— Γι’ αυτό το τζιτζίκι γιορτάζει
σε ένα κόσμο που καίγεται αργά
ενώ εκείνο ρουφά
του ξεραμένου κορμού τη χυμώδη
ερεβώδη δροσιά.

Και σκέφτηκα τον Σεφέρη στο Πήλιο, τη δεκαετία του τριάντα, ιδρωμένο και πλαδαρό να ανεβαίνει το δρόμο από τη Νταμούχαρη ως τον Κισσό και μετά με μουλάρι στα Χάνια να βλέπει μια το ρολόι και μια τον υδράργυρο στη στενή κατηφόρα του θερμομέτρου. Πιθανόν από τότε να ήταν ήδη αργά.


ΤΟ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΔΑΣΟΣ

Κι ύστερα πάλι πετώντας απ’ τα Σπάτα με ένα γύρο σαν φίδι επάνω απ’ τη Τζια, το αεροπλάνο έγειρε απότομα τα φτερά και μέχρι να πιείς δυο κρασιά ακούμπησε τις ρόδες, στο Τέγκελ, στο Βερολίνο. Την επόμενη μέρα βρέθηκα μόνος να περπατώ στο Grunewald, ή άλλως στο Πράσινο Δάσος, να ψάχνω ακόμα και τώρα τα ρώσικα τανκς όπως τότε που ήμουν παιδί. Τα Τ-34, καθώς διείσδυαν στο δάσος πατώντας και σπάζοντας κορμούς με κρότο χορεύαν σλάβικους χορούς, όπως περίπου θα ’λεγε ο Ρίτσος, για να φτάσουνε πρώτα αυτά στην κλασικίζουσα Πύλη της έρημης πόλης, στο κέντρο του Βρανδεμβούργου, και να σηκώσουν ψηλά μεγάλη σημαία βαμμένη απ’ το αίμα των κολασμένων ολούθε της γης ζωντανών και νεκρών, πριν εγερθούν στο Ορθόδοξο Πάσχα.

Αδύνατον να είσαι στο δάσος παρά μοναχά μονάχους-μονάχους, αν κι είδα δυο φίλους με σκούρα καπέλα να στοιχειώνουν, σαν δέντρα κι αυτοί, λευκοί στο φως της σελήνης ακουμπώντας ο ένας στον ώμο του άλλου με περίπλοκες σκέψεις που κρύβουν αισθήματα- ρίζες καθώς ξεφυτρώνουνε μέσα απ’ το χώμα σαν να ήταν ομιλούντα κλαδιά, κι αυτοί σιωπηλοί, αφού τους πήρε το λόγο η φύση, σε μια σκοτεινή ζωγραφιά του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ …

Από το Βερολίνο ταξίδεψα έξι ώρες και κάτι με μια δανεισμένη Τζάγκουαρ e type προς το Κάσσελ και καθώς οδηγούσα με λαγνεία ρουφούσα τόνους βενζίνη, δέντρα χωμένα στη γη από μυριάδες αιώνες ρευστά και πολτώδη μέσα στο σκότος της γης. Κοίταζα έξω απ’ το τζάμι τα πλοκάμια του δάσους σαν να ’ταν ανάκατα αλύφερτα στη μαύρη θάλασσα της ιστορίας: κάστρα, κορμούς, μεταλλικά εξαρτήματα, σπασμένα κλαδιά, μηχανές, εικόνες με απέραντο βάθος καθώς διαπερνούσα με ορμή του Άνσελμ Κίφερ τα ορθούμενα έργα σαν πανήψυλα σκιάχτρα-καμένες οθόνες, πάντα βουβά.

Ωσότου αφήσω πιο πίσω τις μαλακές, δασώδεις κλιτείς της Θουριγγίας και φτάσω να δω επιτέλους και να μετρήσω επτά χιλιάδες βελανιδιές μία προς μία, έργο του Μπόις, χτίστη του άμετρου μέτρου, χαμένες ανάμεσα σε άπειρες άλλες βελανιδιές, σε εκείνο το δάσος που ονομάζουμε «πλήθος» κι όπου κάθε του δέντρο, όπως θέλησε ο Νέγκρι κι ο Χάρντ, παραμένει χωρίς επανάληψη ένα, δικό του, δικό σου και πάντα μοναδικό. Το κάθε υποκείμενο έχει αισθήματα, είναι ένα ολόκληρο πλάσμα, αλλόκοτο ζώο ή δέντρο με χωριστή βιογραφία αιώνων χαραγμένη στον κορμό σε ομόκεντρους κύκλους, καθώς το πλήθος κάθε του επόμενη μέρα δονείται στον υπερκόσμιο ρυθμό του αιώνια παλλόμενου δάσους.

Τα ταμπούρλα χτυπούν ρυθμικά, οι ρίζες των δένδρων μπαγκέτες σε κάμψη και πλέξη μαζί, τα φύλλα φτερά.

Ανάμεσα στο ένα κορμί ή κορμό και το απεριόριστο πλήθος του ενός επί χίλιες μυριάδες, η κοινότητα χηρεύει σαν να ’ναι το δάσος σπαρμένα γυαλιά όπως στην κάψα γυαλίζει ο καθρέφτης της άμμου ή ακόμα σαν να ’ναι προσχέδιο της επιφάνειας μιας επερχόμενης έρημης χώρας όπου οι κόκκοι της άμμου έχουνε γίνει άπειρα πίξελ. Για να υπάρχει η Γαία δεν χρειάζεται διόλου ανθρώπους με δίψα για πλούτη να την κατευθύνουν σε κουτό-καυτό-κοντό προορισμό.

Το πλήθος ανθρώπων και δέντρων δεν ενεργεί μα παθαίνει. Νύχτα και μέρα το δάσος παραμένει σταθερά ριζωμένο αν και είναι σε μόνιμη δράση. Εκεί που εκλείπει ο ένας, η μια, το ένα ξεφυτρώνουν οι μάζες, το πλήθος κι ανάβουν φωτιές μες στους χαλύβδινους στρόφαλους της δυτικής ιστορίας. Χωρίς το δάσος της βόρειας Ευρώπης, ποτέ δεν θα είχε υπάρξει η μηχανή εσωτερικής καύσης, το τετράτροχο κάρο, το αδάμαστο κρύο να καίει, το αβύθιστο πλοίο ή τα τανκς. Χωρίς το δάσος δεν θα είχε χρειαστεί να καεί το λιωμένο υλικό της προϊστορίας των δασών στον κάτω κόσμο, παίρνοντας ξανά στο φως πριν καούν τα ίχνη ζωής τη ρευστή μορφή των καυσίμων. Και ό,τι είναι στερεό θα συνεχίσει να λιώνει ως το τέλος στους γαλάζιους αιθέρες όπως ρητά αναγγείλαν πριν δύο αιώνες κοιτώντας τον κόσμο πίσω από ψηλές καμινάδες κι ομίχλη, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Ένγκελς κι ο Μαρξ:

All that is solid melts into air.

 

Κάθε μηχανή προσανάβει ένα δέντρο αν και στο μέλλον του χθες μεγάλες προπέλες στις κορυφές των βουνών θα σπρώχνουν με αέρα τα φορτωμένα καράβια με σπάνιες γαίες, μπαταρίες τεράστιες κι αναλώσιμο πλούτο σε σιδερένια κουτιά.

All that is solid becomes airy again.


ΠΑΡΕΠΙΔΗΜΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Καθώς χανόμουν στο δάσος, ο νους μου ανέτρεξε σε μια δεκαετία δική μου, κι εκείνη χαμένη, σαν το σφαχτό κρεμασμένη απ’ τα τσιγκέλια της μνήμης της γης. Οδηγούσα με υπομονή στη route ninety five, στις ώρες πριν και μετά απ’ το διάστημα nine to five, μεταξύ Νέας Υόρκης - Βοστώνης και το πλήθος των δένδρων παρέμενε πίσω βουβό σταθερά, ως φόντο στο πλάτος μιας διαδρομής της ασφάλτου δέκα λωρίδων. Μυριάδες οχήματα να ολισθαίνουν με ίδια ταχύτητα, ομού, σε πέντε ευθείες γραμμές απ’ τη μια και πέντε απ’ την άλλη μεριά της ασφάλτου, σαν μια ατέλειωτη πόλη με ρόδες στο δρόμο. Όλες και όλοι με ίδια ταχύτητα, πειθαρχικά, μεταξύ τους ακίνητοι όπως τα δέντρα, καίγοντας το φτηνό υλικό από μυριάδες προηγούμενα δέντρα, ολόκληρα δάση χωνεμένα στη λάσπη, πολτώδη ορυκτά καλυμμένα για αιώνες μες στο σκληρό μανδύα της γης, που γι’ αυτά σιωπηλά μεριμνούσε με τη φροντίδα του ασύλητου τάφου.

Εκεί, στο δάσος της Βοστώνης, ίσταται ακόμη, σαν το ξύλινο τσόφλι του καρυδιού χωρίς ψίχα, το σπίτι του Thoreau, που έμεινε για δύο ολόκληρα χρόνια να ζει αυτάρκης με ό,τι προσφέρει το δάσος ανάμεσα σε ένα κρεβάτι, μια κασέλα με ξύλα, ένα τζάκι κι ένα θρανίο, πεδίο του ονείρου και της γραφής. Θεωρητικός της πολιτικής ανυπακοής και πρακτικός οδηγός της αυτάρκειας. Ωστόσο η ζωή εν τοις πράγμασι ήταν έξω απ’ το τσόφλι στους σαν σπάγκους μακριούς, αχάρακτους δρόμους του δάσους, που κάποτε πριν απ’ τις μπότες λευκών εισβολέων πατούσαν τα πόδια Ινδιάνων. Καθένας που πέρασε ακόμα στέκεται εκεί διότι το φάσμα της μιας φευγαλέας στιγμής είναι κομμάτι στο ακίνητο μάτριξ των σταθερών ιδεών. Τίποτα δεν αλλάζει. Μονάχα προστίθεται και είναι ήδη γνωστό από πάντα.

Είπε ο Θορώ, το 1854:

«Έζησα εκεί, σ’ αυτό το καλύβι, στο δάσος της λίμνης Walden δύο χρόνια και δύο μήνες. Τώρα βρίσκομαι άλλη μια φορά να παρεπιδημώ στον πολιτισμό».


ΞΥΛΕΥΣΗ

Τελειώνει η ώρα μου κι έχω ακόμα να τραγουδήσω το βαλς του Δάσους της Βιέννης μα δεν έχω με ποιαν να χορέψω, αν κι έχω. Είναι κι αυτό ένα δάσος μεγάλο, ενωμένο εν τέλει με όλο το δάσος Ευρώπης κι Ασίας, σε αυτό που ονομάζει ο Peter Wohlleben με χάρη: World Wide Woods. Ντάμπλγιου, ντάμπλγιου, ντάμπλγιου, είναι το δίχτυ που ενώνει όλες τις ρίζες στα δάση του κόσμου και κάνει το ένα να γίνεται όλα, και όλα να γίνονται ένα, το ίδιο το πλήθος σαν ένα αιωνόβιο παιδί.

Μέσα στο δίχτυ του δάσους, στο Βόρειο Σταθμό, στην άκρη της Βιέννης, μήνα Ιούλιο με κάτι κουνούπια μεγάλα σαν σκουλαρίκια στ’ αυτιά και σ’ όλο το δέρμα είδαμε νύχτα, με φακούς στο κεφάλι ακτιβιστές να ψάχνουν τα δασώδη εδάφη προτού κοπούν ένα-ένα τα δέντρα. Ήταν εκεί, που πριν υψωθούν νέα κτίρια, σπεύδαν με τσιμπίδες και δίχτυα να πιάσουν για να μεταφέρουν τα ζώα-μετανάστες, σαύρες, βατράχια, ποντίκια σε ένα ασφαλέστερο τόπο, στο άγριο δάσος που εμφΥλοχωρεί ακόμα πιο πέρα. Κάτι μας έκανε πάλι να συμφωνήσουμε να βρούμε φωλιές πουλιών φτιαγμένες από τη δασική Υπηρεσία της κόκκινης Βιέννης και να τις αναρτήσουμε στους υψίκορμους στύλους που κρατούσαν καλώδια και δίνανε κάποτε ρεύμα στους ηλεκτρικούς συρμούς-συνειρμούς. Έτσι τώρα, αντί να δίνουν οι στύλοι στα τρένα ρυθμό, δίνουν στο ράμφος του κοράκου να πει ένα τραγούδι, σαν την αιθέρια Πάροδο των Ορνίθων, σε μουσική Χατζιδάκι:

τι τι τι τι τι τι είν’ η αιτία

που που που πού είν’ αυτός που μας κάλεσε

Που είναι τι, τι είναι πού

τι να πω, τι να πω

χαμένος στο δάσος τη φωνή του πουλιού τραγουδώ.

Τραγουδώ και γυρίζω πίσω να δω, να αντικρίσω το σαρκαστικό ύφος του Τόμας Μπέρνχαρντ καθώς αντικρίζει στη μέση της νύχτας να μπαίνει αργά καλεσμένος στο σπίτι ο μέγας ηθοποιός του Μπούργκτεατερ. Όλοι οι θαμώνες πιωμένοι, ναρκωμένοι κι εχθροί μεταξύ τους προσμένουν αυτόν, που ως ηθοποιός, ενώ συνήθως μιλά με τα λόγια των άλλων, θα μιλήσει με λόγια δικά του, και θα πει μετά από μια μακρά, ως λίγο πριν απ’ το τέλος, σιωπή. Και λέει ο ηθοποιός του Μπούργκτεατερ στο πέρας του δείπνου, το 1986:

«Δάσος. Αυτοφυές Δάσος. Ξύλευση».

Με τη λέξη «ξύλευση», όχι σαν ένα ακόμα ουσιαστικό, που δηλώνει ένα ενέργημα κρατώντας τσεκούρι, αλλά τη λέξη αυτή με τον ήχο της, σαν επιφώνημα: «Ξύλευση!»

Θέλω κι εγώ να σιωπήσω αμέσως μετά, γιατί σκέφτομαι τώρα, φίλε μου Τάσο, τη μέρα που γύρισες πίσω να βρεις της μάνας το σπίτι διυλισμένο απ’ το ρου της μεγάλης φωτιάς. Εκείνη τη μέρα, δάσος και πλήθος γίνανε ένα στη στάχτη, στο μαύρο αέρα, σε έναν πλανήτη που πλέει χωρίς ρίζες ορατός στο κενό, μέσα απ’ το τζάμι του σκάφανδρου ενός κοσμοναύτη, καθώς πίσω απ’ τη γυάλα τόνοι του μπλε σκουραίνουν στην καλπάζουσα νύχτα, που λεν πως θα κρύψει για πάντα τον ήλιο κι η επόμενη μέρα για κάθε λογής κορμούς και κορμιά μπορεί — λέμε τώρα — να μην ξημερώσει.


Το κείμενο «Το πέρας του δάσους» διαβάστηκε στην εκδήλωση με θέμα «Η αρχιτεκτονική και το αίνιγμα του δάσους» (18 Νοεμβρίου 2022) στο πλαίσιο της έκθεσης του Τάσου Βρεττού με τίτλο «Το αίνιγμα του δάσους», σε επιμέλεια Γιώργου Τζιρτζιλάκη και Νάντιας Αργυροπούλου, στο κτίριο Νόμπελ, στο Χαλάνδρι.