Το θολάμι του Νίκου Κάσδαγλη μ’ ένα σχέδιο της Αναστασίας Δούκα
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου


 


Ο Νικήτας πέφτει στο έδαφος και ο Θ τον πυροβολεί εξ επαφής μπροστά στα μάτια των περαστικών ανοίγοντας ένα γρήγορο αυλάκι στο στομάχι του και είναι μια ξερή καυτή αστραπή που τον αποτελειώνει. Στην Πατησίων σταματά ένα μισογεμάτο ταξί. Λέει στον ταξιτζή Σύνταγμα. Ο ταξιτζής τού κάνει νόημα και ο Θ κάθεται μπροστά και μετά περιμένει ν’ ακούσει τη σειρήνα του περιπολικού όμως δεν ακούγεται τίποτα. Φτάνει στην πλατεία, διασχίζει το δρόμο και μπαίνει στον Εθνικό Κήπο. Απ’ την ένταση έχει σχεδόν ουρήσει το σλιπ του, ξεκουμπώνει το παντελόνι και αδειάζει τα ούρα στο χορτάρι. Όταν ο φύλακας τον αντιλαμβάνεται, ο Θ χώνει το χέρι του στην τσέπη που έχει το περίστροφο και ο φύλακας πισωπατά τρομοκρατημένος. Είναι ακόμα νωρίς, δεν έχει κόσμο, μπορείς ν’ ακούσεις το ελαφρύ θρόισμα στα φύλλα και κάποια πουλιά. Ο Θ φοβάται. Δεν θα πεθάνω σήμερα ψελλίζει. Ο ιδρώτας κυλά στο μέτωπό του, τρέμει ολόκληρος αλλά δεν το παραδέχεται. Και σκέφτεται τα πουλιά που φεύγουν προς τις νότιες ακτές ή σφηνώνουν στα δέντρα και ζουν στις φωλιές τους μέχρι να περάσει το κρύο. Είναι αρχές Ιούλη τώρα. Τηλεφωνεί στον Νικηφόρο για να του ζητήσει βοήθεια και ο Νικηφόρος ο σύνδεσμος της οργάνωσης τον κρεμά. Ο Θ δεν έχει χρήματα ούτε χαρτιά πάνω του και τα έχει ανάγκη για να βγει απ’ την Πάτρα, να μπει στην Ιταλία και να ταξιδέψει μέχρι την Καλαβρία όπου οι αγρότες ίσως του μάθουν να καλλιεργεί τη γη και μήπως τους μάθει να μην κρατάνε μονάχα τις αξίνες τους μα δεν μπορεί να επιστρέψει σπίτι του γιατί εκεί θα τον περιμένουν σίγουρα μετά τη συμπλοκή: οι αστυνομικοί τούς είχαν στήσει καρτέρι, ρίξανε στον Νικήτα και ο Θ τίναξε τα μυαλά του ενός. Αργότερα πηδά στο φωταγωγό κι ανεβαίνει την εξωτερική σιδερένια σκάλα και σπα την πόρτα της κουζίνας. Το διαμέρισμα του Νικηφόρου είναι άδειο και ο Θ παίρνει ένα μαχαίρι και πετσοκόβει ό,τι βρει. Ξαπλώνει εξαντλημένος στον ξεκοιλιασμένο καναπέ και αποκοιμιέται με το στόμα ανοιχτό και για μια στιγμή το συνθετικό πούπουλο κολλά ψηλά στο ταβάνι κι έπειτα χύνεται κάτω και το φράζει. Το απόγευμα πηγαίνει στο αεροδρόμιο. Χρειάζεται διαβατήριο. Στήνεται στις τουαλέτες κι ένας Γερμανός τουρίστας που θέλει να ψωνιστεί τον προσεγγίζει και ο Θ τού μιλά γερμανικά και θυμάται όταν σπούδαζε στο Γρατς το φρέσκο αέρα που κατέβαινε λοξά απ’ τα βουνά και τον χτυπούσε στο πρόσωπο και τότε τον χτυπά και ο τουρίστας ουρλιάζει σαν βόδι που το ραβδίζουν και το αίμα πετάγεται απ’ τα μάγουλα σε κλωστές σαν να έχουν ξηλωθεί οι ραφές για σφαγή και μες στην αναμπουμπούλα ο Θ δραπετεύει ξανά χωρίς να έχει καταφέρει τίποτα. Κατευθύνεται προς το κέντρο τώρα. Το σούρουπο πλησιάζει: η ατμόσφαιρα εξακολουθεί να είναι πνιγηρή. Στην Πετράκη κοντά στη Μητρόπολη εντοπίζει ένα κατάστημα με γυαλικά και αποφασίζει ν’ αρπάξει την είσπραξη της μέρας πριν το κλείσιμο. Κάθεται και πίνει μια μπύρα και περιμένει. Ας έρθουν λέει μουρμουριστά και σφίγγει στο χέρι του το όπλο που είναι παγωμένο και μόνο όταν εκπυρσοκροτεί ζεσταίνεται και η δόνηση διατρέχει βίαια το βραχίονα παράλληλα με τις φλέβες ως τη ρίζα. Στις εννιά παρά μπουκάρει και σημαδεύει τον ιδιοκτήτη. Στραβώνει κι αυτό. Ο ιδιοκτήτης αντιδρά και ο Θ τον πυροβολεί στην κοιλιά και μετά στο κεφάλι και σωριάζεται παρασέρνοντας τα γυαλιά που ραγίζουν και θρυμματίζονται με θόρυβο μαζεύοντας τους περίεργους στη βιτρίνα. Ο ιδιοκτήτης νεκρός, τα μάτια του γυρίζουν ανάποδα και η γλώσσα πετάγεται έξω και μένει κρεμασμένη. Φαίνονται τα ούλα. Ο Θ στρέφει την κάννη εναντίον τους και οι περίεργοι σκορπίζονται. Κλωτσά το συρτάρι και παίρνει τα χαρτονομίσματα. Ακούει τις σειρήνες, τις ακούει τώρα. Βγαίνει στην Ερμού και νιώθει ένα τσούξιμο στην πλάτη και ξέρει πως τον πέτυχαν. Κρύβεται σε μια εσοχή με το πρόσωπο στον τοίχο και μετά χάνεται στο πλήθος. Βρίσκει ένα ταξί και ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα. Ο οδηγός τον παρατηρεί από το καθρεφτάκι: ένας νέος άντρας αναμαλλιασμένος που διπλώνεται και οι κλειδώσεις του έχουν σκληρύνει απ’ τον πόνο. Το ταξί ξεκινά και ο Θ δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει καλά, είναι σαν να εισπνέει κάρβουνο, να εκπνέει στάχτη και καταλαβαίνει πως το αίμα γεμίζει τα πνευμόνια του και η ζαλάδα τον κάνει να ονειρεύεται και πράγματι ονειρεύεται βρίσκεται στο Λούσιο πάνω σε μια πιρόγα φτιαγμένη με καπνισμένα ξύλα και κοιτάζει στις όχθες τα μεγάλα ελάφια που πίνουν ήρεμα νερό κι άξαφνα διαπιστώνει πως στις ράχες τους κουβαλάνε άλλα ελάφια, μικρά λευκά ελάφια που βελάζουν υπόκωφα και είναι ματωμένα. Στην Κυψέλη πάω λέει. Λέει την ακριβή διεύθυνση. Δυσκολεύεται να μιλήσει. Ο οδηγός ανησυχεί. Ο Θ τον καθησυχάζει. Είναι όλα εντάξει. Άσθμα είναι. Φτάνουμε; Φτάνουμε. Δεν βλέπει καλά. Στην είσοδο της πολυκατοικίας ο ταξιτζής τον βοηθά για λίγο και μετά τον αφήνει. Τώρα ανεβαίνει λαχανιάζοντας τα σκαλοπάτια και κάθε τόσο μισολιποθυμά. Μακάρι να τον περιμένουν οι άντρες εύχεται, να είναι ψηλοί και δυνατοί και να τον σύρουν απ’ τις μασχάλες. Γιατί είναι ζώο που του έχουν φύγει τα πετσιά και κρέμονται στις διχάλες που σχηματίζουν τα κόκκαλα. Στον όροφό του φτύνει ένα κομμάτι σαν λίπος βουτηγμένο σε λάσπη και βήχει μέσα στο σκοτάδι. Κατορθώνει να προχωρήσει μερικά βήματα και ξεκλειδώνει την πόρτα του σπιτιού του. Είναι κενό, κανείς. Τρεκλίζει χαμένος και πέφτει στο κρεβάτι μπρούμυτα και το αίμα αρχίζει να τρέχει απ’ το στόμα και τη μύτη σε γραμμές που καταλήγουν στο σαγόνι. Προσπαθεί να στρίψει ανάσκελα, ίσως αισθανθεί καλύτερα έτσι, και τότε πολύ αίμα αναβλύζει πίσω απ’ το κεφάλι του, ανεμπόδιστο καθαρό κι αστείρευτο και είναι σαν να υπάρχει μια κόκκινη πηγή κρυμμένη μέσα στο στρώμα του. Ο Θ στο θολάμι. Τα φτερά είναι για τα πουλιά.