Τρεις βελγικές πόλεις
Βασίλης Νούλας



Μπρυζ

Ανάποδα σπιτάκια
με λουλούδια στα περβάζια
μέσα στα κανάλια
καθρεφτίζονται.

Μαγαζιά πουλάνε
μουσελίνες και δαντέλες.
Κυρίες στις βιτρίνες
καθρεφτίζονται.

Στην έκθεση του Μέμλινγκ
σταυρώσεις κι αποκαθηλώσεις
σε γυαλιά ηλίου τουριστών
καθρεφτίζονται.

Στην πλατεία της εκκλησίας
κάτω από τον ουρανό οι φωνές
της παιδικής χορωδίας
μετεωρίζονται:

Ο κρυφός αμνός
Ο Ιησούς Χριστός
Θα μας σώσει
Με το αίμα
Που για μας
Θυσία θα δώσει.


Βρυξέλλες

Πας και στήνεσαι εκεί όπου έχεις καταλάβει, από τρόπους και κινήσεις αδιόρατες, ότι αυτό συμβαίνει. Και δεν αργείς να αντιληφθείς ότι πράγματι συμβαίνει. Και λες μέσα σου: απόψε λοιπόν, απόψε θα γίνει, γίνεται τώρα. Και σαν υπνωτισμένος στέκεσαι, αλλά με εσωτερική ένταση, με έναν ίλιγγο, στην άκρη του πεζοδρομίου, με αμηχανία, αλλά και με μια φυσικότητα. Είναι ένα ουδέτερο αστικό τοπίο, πίσω από την Grand-Place, ξαφνικά βγαίνεις από το ιστορικό κέντρο με τους τουρίστες σε μια γκρίζα περιοχή με αυτοκίνητα, κανονική ζωή ανώνυμης μεγαλούπολης, οι Βρυξέλλες ωστόσο συγκρινόμενες με το Παρίσι ή το Λονδίνο μοιάζουν κωμόπολη, υπάρχει και το γκέτο των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια άλλη πόλη μέσα στην πόλη. Τώρα πίσω από τη μεσαιωνική πλατεία με τους πεζόδρομους και τα καφέ, στέκεσαι και περιμένεις κάτι ή μάλλον κάποιον, έρχεται, είναι καταφανώς Άραβας, σε ρωτάει σε ζόρικα γαλλικά αν θέλεις να τον συνοδέψεις σε ένα ξενοδοχείο εδώ κοντά, απαντάς γιατί όχι. Σκέφτεσαι ότι δεν ξέρεις πόσα χρήματα πρέπει να ζητήσεις, δεν έχεις ιδέα από ταρίφες και να μην το καταλάβει. Γρήγορα συμφωνείτε σε μια τιμή και είσαι σίγουρος πως σε έριξε, πως κανονικά θα έπρεπε να ζητήσεις περισσότερα, όμως πόσα, και σιγά μην κάνεις φασαρία. Σε πάει σε ένα αδιάφορο, ψυχρό ξενοδοχείο, τα κανονίζει στην ρεσεψιόν κι ανεβαίνετε στο δωμάτιο, τώρα ό,τι σου ζητήσει θα πρέπει να το κάνεις. Ξεντυνόσαστε, δεν θυμάσαι πια τις λεπτομέρειες, αυτά έγιναν στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δεν υπήρχε τότε το ευρώ, αυτός πρέπει να σου είχε δώσει 80 βελγικά φράγκα, δεν ξέρεις να πεις την αντιστοιχία σε σημερινά ευρώ κι ούτε θυμάσαι την αντιστοιχία με τη δραχμή, σε βάζει να του γλύψεις το πουλί και ύστερα τον κώλο, του αρέσει αυτό, καταλαβαίνεις ότι πρέπει να επιμείνεις στον κώλο, βάζεις τα δυνατά σου. Στο τέλος χύνει, και χαίρεσαι που δεν χρειάστηκε να κάνεις τίποτα άλλο, μα τόσο απλό ήταν τελικά, χαιρετιέστε στην έξοδο του ξενοδοχείου. Ενθαρρυμένος από την πρώτη επιτυχία πας καρφί και ξαναστήνεσαι στο ίδιο μέρος, έχει πια νυχτώσει για τα καλά, αλλά εσύ έχεις πάρει φόρα, περνάει ένας με αυτοκίνητο, σε ρωτάει, τον ρωτάς, ακούς με αίσθημα δικαίωσης ότι συνήθως πάει 300 φράγκα, μπαίνεις πασιχαρής στο αυτοκίνητο, έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα έξω, αυτός είναι κάπως παχουλός, με ροζ επιδερμίδα και κίτρινα αραιά μαλλιά. Σε πάει σπίτι του, διώχνεις βιαστικά τη σκέψη πως πρόκειται για πωρωμένο δολοφόνο αθώων αγοριών, χαζεύεις τη διακόσμηση στο σαλόνι, λέει πως είναι ερασιτέχνης ζωγράφος. Θέλει να σε βλέπει γυμνό, να σε χαϊδεύει, σου ζητάει να κάνεις διάφορα μόνος σου κι αυτός να βλέπει, σου δίνει όργανα και δονητές, σου υποδεικνύει στάσεις, σου λέει να τελειώσεις, τελειώνει κι αυτός κοιτάζοντάς σε. Ύστερα πέφτετε για ύπνο στο ίδιο κρεβάτι, θα σε αφήσει — λέει — νωρίς το πρωί στο κέντρο της πόλης πηγαίνοντας στη δουλειά του, είναι υπάλληλος στην Κομμισιόν, ήδη ροχαλίζει, προσπαθείς να κοιμηθείς. Σε ξυπνάει χαράματα, ντύνεσαι βιαστικά, στο αυτοκίνητο πριν κατέβεις σου δίνει 300 φράγκα, λέτε ένα ορεβουάρ. Το πρωινό αγιάζι σε διαπερνά, ξυπνά την σάρκα σου κάτω απ’ το μπλουτζίν, κάθεσαι στο πεζούλι μπροστά στα Μακντόναλντς, μέχρι να ανοίξουν, να πας να πιεις ζεστό καφέ, σε πλημμυρίζει ένας θρίαμβος, το αίσθημα της παντοδυναμίας, έχεις στην τσέπη τα χαρτονομίσματα, νιώθεις πως εκπόρθησες την πόλη, εσύ αυτήν και όχι αυτή εσένα, μπαίνεις στο φαστ-φουντάδικο με ύφος αγέρωχου κατακτητή.


Σαρλερουά

Παλιέ ανθρακωρύχε
του Σαρλερουά,
πολίτη μιας μελλοντικής Ευρώπης,
είμαι τώρα στην πόλη σου
και είναι όλα μουντά.
Και νιώθω τον παλαιό
θάνατο στο Σαρλερουά
ν’ απλώνεται σε όλη την Ευρώπη,
να φτάνει στα Εξάρχεια
μέσα από δακρυγόνα
και καπνούς.

Σύντροφε ανθρακωρύχε,
η πατρίδα σου
καρκίνος
κάρβουνο
μαύρες στοές
με καρβουνόσκονη
και βήχα
στα πνευμόνια.


Τα κείμενα είναι από την ανέκδοτη συλλογή Μπενελούξ.

Ο Βασίλης Νούλας είναι σκηνοθέτης και εικαστικός καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975. Αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας κι ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο θέατρο και τις παραστατικές τέχνες στο πανεπιστήμιο Paris III, Sorbonne Nouvelle στο Παρίσι με υποτροφία του ΙΚΥ. Αποφοίτησε με άριστα από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (κατεύθυνση: ζωγραφική και φωτογραφία). Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ. Είναι ιδρυτικό μέλος του Κέντρου για την έρευνα των παραστατικών τεχνών |Π| και της Κίνησης Μαβίλη, συσπείρωση καλλιτεχνών.

Είναι ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας Nova Melancholia που ερευνά τη θεατρική και εικαστική performance και επιχειρεί να χαρτογραφήσει την έννοια της μελαγχολίας μέσα από διαφορετικά κάθε φορά συμφραζόμενα. Έχει σκηνοθετήσει τις performances:
Οφηλία / LEGO (Άδειος Χώρος Εθνικού Θεάτρου, 2007)
Αηδίασμα (σε κείμενα Ν. Γ. Πεντζίκη, BOOZE Cooperativa, BIOS, Αθήνα, 2008)
Walter Benjamin: Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας (BIOS, 2009)
Μαύρη Ακρόπολη (συν-σκηνοθεσία: Β. Νούλας, Ε. Στεφανή, Μ. Τσίπος, Λουτρά Κρηνιδών, Φεστιβάλ Φιλίππων, 2009)
Χαιρετισμοί (συν-σκηνοθεσία: Β. Νούλας, Ε. Στεφανή, Μ. Τσίπος, 2η Biennale Αθήνας, Παραλία Φλοίσβου, 2009, Λιμάνι Ναυπάκτου, 2011)
Πένθος και μελαγχολία (σε κείμενο Σ. Φρόυντ, BOOZE Cooperativa, 2010)
Ο θάλαμος (σε κείμενα Γ. Χειμωνά, συν-σκηνοθεσία: Β. Νούλας, Ε. Στεφανή, Μ. Τσίπος, Φεστιβάλ Φιλίππων, 2010, Αφιέρωμα στον Γ. Χειμωνά, BOOZE Cooperativa, 2010)
Κρονστάνδη (σε κείμενο Ν. Καρούζου, στο πλαίσιο της συμμετοχής των We Never Closed στην 3η Biennale Αθήνας, Μονόδρομος, Διπλάρειος Σχολή, 2011)
Πρώτος Στοχασμός: Περί όσων μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω (σε κείμενο Ρ. Ντεκάρτ, Six d.o.g.s., 2011, Φεστιβάλ Αθηνών, 2011)
Οι κότες και οι ψύλλοι (σε κείμενα Γ. Ιωάννου, κατάληψη καλλιτεχνών ΕΜΠΡΟΣ, 2012)

Έχει συν-σκηνοθετήσει με τον Μ. Τσίπο την ταινία μικρού μήκους Σκαριμπίμ-Σκαριμπόμ! (Φεστιβάλ Δράμας, 2009, πρώτο βραβείο σεναρίου από λογοτεχνικό έργο, ΕΚΕΒΙ, 2008).

Ως σκηνογράφος/ενδυματολόγος έχει εργαστεί στις θεατρικές παραγωγές: Η αποστολή (κείμενο H. Müller, σκηνοθ. Ανέστης Αζάς, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 2011), Black Russian (σκηνοθ. Νάντια Φώσκολου, Θέατρο Μεταξουργείο, 2010), κ.ά. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις εικαστικών: Μονόδρομος, επιμ.: Ξ. Καλπακτσόγλου, Poka-Yio, N. Bourriaud, 3η Biennale Αθήνας, Διπλάρειος Σχολή, 2011· *Υπόμνημα, επιμ.: Γκ. Γρυντάκη & Χρ. Ζγουρομύτη, Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας, 2010· Rooms 2009, επιμ.: Λ. Τσίκουτα, St. George Lycabettus Hotel, Γκαλερί Καππάτος, 2009· PhotoBiennale 2008, επιμ.: Μ. Μπαμπούσης, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, 2008· Ό,τι απομένει είναι μέλλον, επιμ.: Ν. Αργυροπούλου, Πάτρα Πολιτιστική Πρωτεύουσα, 2006, κ.ά.

Έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία με ποιήματα και πεζά: Η κατασκευή της φωλιάς (εκδ. Γαβριηλίδης, 2010) και Οι διακοπές του κυρίου Λούνα (εκδ. Γαβριηλίδης, 2012).


liveartsinstitutegr.wordpress.com
kinisimavili.blogspot.gr
novamelancholia.blogspot.gr