Ο πύργος και το στάδιο: ένα παραμύθι
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου


 

Νίκος Αλεξίου, Blue and White, 1999


Πρώτα φτιάξαμε πύργους, πιστεύω, για να προστατευτούμε, να βλέπουμε καλύτερα, να νιώθουμε ασφαλείς. Ίσως και κάποιοι να ’θελαν να φτάσουν μέχρι τον ουρανό. Φτιάξαμε πύργους τετράγωνους, κυκλικούς, πολυγωνικούς· κάποιοι σαν κύλινδροι, άλλοι σαν κύβοι κι άλλοι σαν κώνοι. Μάθαμε να ανεβαίνουμε σκαλιά, πολλά σκαλιά μέχρι να βγούμε στο φως και να μετρήσουμε τον ορίζοντα. Από τη κορυφή φυλάγαμε σκοπιά, παρακολουθούσαμε τις διαδοχές της μέρας και της νύχτας, τις μεταμορφώσεις της φύσης μες την ακολουθία των εποχών. Όταν τα πράγματα ημέρευαν (ή κι όταν ακόμα αγρίευαν) αποτραβιόμασταν στην άνεση του πύργου και γράφαμε. Γίναμε έτσι αναχωρητές και σοφοί. Ο πύργος από στρατιωτικό πλεονέκτημα μετατράπηκε βαθμιαία σε κέλυφος εσωτερικότητας. Δημιουργήθηκαν χώροι εσωτερικής κίνησης, αθέατης στο γυμνό οφθαλμό, τοποθετήθηκαν τραπέζια για γράψιμο, πάνω στα δοκάρια χαράχτηκαν αρχαίες ρήσεις.

Οι άνθρωποι που κλείστηκαν μέσα στους πύργους για χρόνια πολλά γίνανε κάπως σαν πύργοι και οι ίδιοι, απέκτησαν κλίμακες σπειροειδείς, κάθετες, διαγώνιες, ανέπτυξαν στην κορυφή ένα παρατηρητήριο για να παρατηρούν τους άλλους πύργους. Στις κορυφές τους κυμάτιζαν σημαίες. Έτσι οι πύργοι άρχισαν να κινούνται. Δεν πολεμούσαν πλέον άνθρωποι αλλά πύργοι, με σημαίες στο κεφάλι. Όταν πέφτανε οι πύργοι η σκιά τους έσπαζε σε χίλια κομμάτια κι από μέσα τους έβγαινε ένας ήχος γοερός. Όταν πέφτανε οι πύργοι οι ψυχές τους πετούσαν μακριά και οι άνθρωποι σκορπίζονταν σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.

Μετά ερχόντουσαν άλλοι άνθρωποι που ίσως να μην γνωρίζανε, ίσως πάλι και να είχαν ξεχάσει πια τι ακριβώς είχε συμβεί. Βρίσκανε τις πέτρες και άρχιζαν να χτίζουν από την αρχή. Μόνο που δεν χρειάζονταν τώρα πύργους, δεν είχαν ανάγκη να προφυλαχτούν. Έχοντας περάσει χρόνια και χρόνια μοναξιάς αποζητούσανε τη συντροφιά των ανθρώπων. Μαζεύονταν σε ένα ίσιωμα για να μιλήσουν, να παίξουν και να τραγουδήσουν. Συνέλεγαν τις πέτρες και τις έβαζαν στην άκρη. Με τον καιρό άρχισαν να τις τοποθετούν τη μια πάνω στην άλλη κατά μήκος εκείνου του ισιώματος που είχε γίνει αγαπημένος τόπος συνάντησης. Μάθανε να κάθονται απάνω τους κι όταν γινήκανε πολλοί, στοιχήθηκαν σε σειρές η μια πίσω από την άλλη.

Κάθονταν στις εξέδρες μαζί και χαιρόντουσαν τους αθλητές και τους ποιητές. Κι όταν προέκυπταν θέματα που τους αφορούσαν μαζεύονταν για να διαβουλευτούν κι έπαιρνε ο καθένας με τη σειρά του το λόγο. Όταν δεν είχαν τίποτε να πουν απλώς άκουγαν εκείνους που είχαν δει περισσότερα ή μιλούσαν πιο όμορφα. Έτσι οι άνθρωποι πάψανε να είναι μόνο πύργοι και να ζουν μέσα σε ένα σκοτεινό κέλυφος.

Ο πύργος και το στάδιο είναι δύο αρχέτυπα, το ένα κάθετο, το άλλο οριζόντιο. Είναι επίσης οικοδομήματα και μάλιστα πανάρχαια. Εξυπηρετούν θεμελιώδεις ανάγκες που ίσως να αντιστοιχούν σε διαφορετικές φάσεις κοινωνικής εξέλιξης. Ο πύργος παραπέμπει στα σκοτεινά χρόνια, σε μεσαίωνες, σε περιόδους άμυνας και περιχαράκωσης. Ο εγκλεισμός στο μισόφως του εσωτερικού χώρου, η περιχαράκωση έναντι της εξωτερικής ανασφάλειας μπορεί παρά τα φαινόμενα να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε εσωτερική καρποφορία. Το πρότυπο του Μontaigne ή του σοφού καλόγερου λάμπει στο μισοσκόταδο. Το στάδιο, όπως και το συγγενές αρχιτεκτονικά θέατρο, ή ακόμα εκκλησία, από την άλλη, είναι μια μεταφορά της δημοκρατικής εξωστρέφειας, ουσιαστικά της πόλης. Οι άνθρωποι δεν είναι πια πανοπλίες αλλά μαθαίνουν να εκτίθενται στη θέα των άλλων, κυριολεκτικά ολόγυμνοι καμιά φορά. Μαθαίνουν να διαβάζουν τους άλλους, δηλαδή να τους ακούν. Γυρνάμε το μέσα έξω.

Πολλοί πύργοι πέσανε, κάποια στάδια διαλύθηκαν και άλλα εγκαταλείφθηκαν. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα. Κάτι άλλο ήρθε ή θα έρθει στη θέση τους. Μένει ωστόσο το κεφαλαιώδες ερώτημα του χώρου και της σχέσης μας με αυτόν. Ποιοι είναι οι χώροι που μας καθορίζουν σήμερα, σε ποιους χώρους μπορούμε να χωρέσουμε καλύτερα, έτσι όπως νομίζουμε ότι είμαστε; Υπάρχει ο κίνδυνος μια αλλοίωσης που δεν είναι ακριβώς θεμιτή μεταμόρφωση ή παραλλαγή. Οι πύργοι μπορεί να έπαψαν προ πολλού να μας προφυλάσσουν, ωστόσο συνέχισαν να μας διασφαλίζουν μια ηρεμία, μια εσωτερικότητα, στιγμές αναστοχασμού. Κάποιοι ιδιωτικοί χώροι, ακόμα και το σπίτι μας υπό προϋποθέσεις, το γραφείο, το εργαστήριο, συνεχίζουν να είναι πύργοι, μικροί ή μεγάλοι δεν έχει και τόση σημασία, αλλά και κάποιοι δημόσιοι, όταν είναι λιγοστοί οι επισκέπτες και μπορούν να συγκεντρωθούν και να βυθιστούν, όπως συμβαίνει καμιά φορά, σε μια εκκλησία, ή ένα μουσείο, όταν δεν έχει κοσμοσυρροή. Δεν είναι όμως όλοι οι πύργοι σήμερα ενδιαφέροντες. Σε κάποιους παρεισέφρυσε τόσος κατακερματισμός του χώρου (και του χρόνου) ώστε εξαφανίστηκε η εσωτερικότητα.

Εύλογα ξεχύνονται μετά στα στάδια οι άνθρωποι για να γλιτώσουν από την ασφυξία. Αλλά και τα στάδια βέβαια υπέστησαν μεταλλάξεις. Δεν διασώθηκαν πολλά πέρα ίσως από την υπερδιέγερση της μαζικής συμμετοχής σε μια κοινή χαρά, όποια και να ’ναι. Οι άνθρωποι τυλίγονται και χάνονται μέσα στο κύμα, κάτι ίσως να μεταφέρεται από στόμα σε στόμα ή από σώμα σε σώμα, αλλά πάντως δεν επικοινωνούν και δεν διαβάζουν ο ένας τον άλλον. Δεν δείχνουμε τον εαυτό μας στον ανοιχτό χώρο γιατί κανείς πια δεν φαίνεται να προσέχει. Απλώς μετεωριζόμαστε χωρίς συνείδηση ή κάποια αίσθηση ελευθερίας. Μια αλλόκοτη φύση φαίνεται να έχει σβήσει τα ατομικά χαρακτηριστικά μας, γινόμαστε όλο και περισσότερο κομμάτι μιας ευρύτερης κίνησης, ενός κύματος που μόνο μας μεθάει πριν μας σκεπάσει. Στην μεταμορφωσιμότητα των πραγμάτων κρύβονται ευκαιρίες και κίνδυνοι. Οι πύργοι κρέμονται από μια κλωστή και η ενδεχομενικότητα της μεταμόρφωσής τους πάλι σε στάδια είναι ισχνή. Που θα πάμε;

— Κηφισιά, 25.01.2011