Vers L.C. Contre
Συζήτηση του Γιάννη Αρβανίτη με τη Φοίβη Γιαννίση και την Ίριδα Λυκουριώτη


 


Με αφορμή την έκδοση Vers L.C. Contre: 16 + 9 θέσεις θέσεις για την επικαιρότητα του Le Corbusier, ο Γιάννης Αρβανίτης συζητά με τη Φοίβη Γιαννίση και την Ίριδα Λυκουριώτη για το περιεχόμενο του ομαδικού αυτού έργου. Το βιβλίο, που επιμελήθηκαν οι Φ. Γιαννίση, Ι. Λυκουριώτη και Ρένα Φατσέα, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις Futura, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας. Περιέχει μια σειρά θεωρητικών και εικαστικών projects συμμετεχόντων με διαφορετικά backgrounds.


Γιάννης Αρβανίτης: Ο Le Corbusier χαρακτήρισε μια εποχή μετάβασης στην πολιτική του χώρου. Στα σημερινά δεδομένα της κρίσης, τι μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε πλησιάζοντας ή απομακρυνόμενοι από αυτόν;

Ίρις Λυκουριώτη: Η φιγούρα του Le Corbusier σηματοδοτεί την εποχή ανοικοδόμησης του μεταπολεμικού κόσμου, δηλαδή την επικράτηση διαφορετικών κοινωνικών και γεωπολιτικών συσχετισμών, που, παρότι κρίνονται στον ευρωπαϊκό χώρο, αφορούν όλη την υφήλιο. Μέσα σε αυτήν τη νέα διαίρεση η Γαλλία συρρικνώνει την επιρροή της. Αυτό που ίσως μας ενδιαφέρει είναι η επιστράτευση — κυριολεκτικά, αν αναλογιστούμε ότι ο L.C. είναι Ελβετός αλλά πολιτογραφείται Γάλλος — και ο κοινά αποδεκτός ρόλος των αρχιτεκτόνων στην ανάληψη ευθύνης για τη διαμόρφωση του κόσμου αυτού. Αυτός ο ρόλος είναι κατεξοχήν πολιτικός και, κατά τη γνώμη μου, ουδέποτε εμφανίστηκε ειλικρινά και εκτενώς ως τέτοιος. Υπ’ αυτήν την έννοια και με αυτή την εμπειρία θα πρέπει να μας ενδιαφέρει ο ρόλος των αρχιτεκτόνων, περιθωριοποιημένων σήμερα και, άρα, ουσιαστικά ανεύθυνων, επειδή ουδέποτε ξεκαθάρισαν αυτήν τους την πλευρά. Αντιθέτως, έχουμε μείνει στενά δεμένοι σε έναν ρόλο ευδαιμονικής υπόσχεσης ευάερων και ευήλιων, ιδιωτικών και ακριβών περιβαλλόντων, θεωρώντας ότι οι καλές προθέσεις είναι πολιτικά ουδέτερες.

Φοίβη Γιαννίση: Σήμερα, η οικονομική και ταυτόχρονα η συνολική κρίση του δυτικού πολιτισμού οδηγεί σε μία αμφισβήτηση του ηγεμονικού ρόλου του αρχιτέκτονα — ενός αρχιτέκτονα που αυτήν την εποχή της ανοικοδόμησης, για την οποία μίλησε η Ίρις, θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να αλλάξει με το έργο του τον κόσμο — ενός αρχιτέκτονα-θεού. Ο L.C. ήταν το κατεξοχήν παράδειγμα και υπόδειγμα μίας πίστης — στον ρόλο της μηχανής, στην επικράτηση του ορθού λόγου στον κόσμο — ενός ορθού λόγου σωτήρα. Ο L.C. δεν αμφισβητούσε τον εαυτό του, ούτε τον κυρίαρχο ρόλο της αρχιτεκτονικής και του ανθρώπου. Σήμερα, κατά τη γνώμη μου, είμαστε στη θέση να κρατήσουμε το ενδιαφέρον για το συγχρονικό, δηλαδή για το πολιτικό γίγνεσθαι που χαρακτήριζε και τον L.C., αλλά χρειαζόμαστε να σκεφτούμε την αρχιτεκτονική διαφορετικά — με μία συνολική οικο-διάσταση, όπου το πολύτιμο προς διάσωση είναι η γη, όπου το ελάχιστο και το φτωχό θα αντικαταστήσουν το μεγάλο και δαπανηρό, όπου η κτηριακή ύλη θα αντικατασταθεί από το κενό και τις πρακτικές.

ΓΑ: Η πολυσυλλεκτικότητα της ομάδας και του περιεχομένου του βιβλίου επεκτείνουν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο L.C.. Η πλατφόρμα αυτή εκφράζει μια γενικότερη θεώρηση για την προσέγγιση της αρχιτεκτονικής ή έρχεται σαν σχόλιο που μπορεί να προσπερνά την ίδια την πρακτική του L.C.;

ΙΛ: Ο ίδιος ο L.C., ως γνωστόν, διεκδίκησε μερίδιο και στην τέχνη δημοσιεύοντας στη νεότητά του το μανιφέστο του πουρισμού. Ακόμη, είναι γνωστή η καθημερινή του πειθαρχία, η λεγόμενη «ζωγραφική άσκηση» για μερικές ώρες το πρωί πριν ασχοληθεί με οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό πρόβλημα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, τόσο για τις διαφορετικές κλίμακες σχεδιασμού στις οποίες ενεπλέχθη, όσο και για την περίφημη συνεργασία του με τον Ξενάκη και πολλά άλλα. Κοινώς η δουλειά του απλώθηκε σε πολλά πεδία και πολλές συνεργασίες, διαφυλάσσοντας όμως την υπογραφή των έργων για τον ίδιο, όσο αυτό ήταν δυνατό. Ως προς αυτή την τακτική είμαστε ιδιαίτερα κριτικές και απευθυνόμαστε στην πολυφωνία των θέσεων των συντακτών των άρθρων και των έργων, κάτι που εμφανίζεται και στον τίτλο της έκδοσης.

ΦΓ: Ναι, η αρχική σκέψη μας ήταν αυτή ακριβώς: δηλαδή, ότι ο L.C. (και η εποχή του) είχαν ήδη εισαγάγει ποικίλους τρόπους δημιουργικότητας για το υποκείμενο του αρχιτέκτονα — τη ζωγραφική, τη γραφιστική και τη διαφήμιση του έργου μέσω των εντύπων, τη φωτογραφία, τη συσχέτιση με τη μόδα της εποχής, το design επίπλων, τη συγγραφή βιβλίων. Μαζί με αυτό μας ενδιέφερε ο τρόπος με τον οποίο συσχετίζεται η συγχρονικότητα με τη μόδα, κι αυτή με την επικοινωνία, ένα φαινόμενο που βρίσκεται μέσα στη ρίζα της λέξης «μοντέρνο», ειδικά σήμερα που το φαινόμενο αυτό έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Πώς κανείς συνδέεται με το συγχρονικό; Είναι η απάντηση σήμερα, όπως κανείς τη διαβάζει στον τύπο, έντυπο ή μη, υπόθεση ονομάτων και υπογραφής, ή είναι πλέον η ώρα δράσης συλλογικής σε πλατφόρμες διεπιστημονικές και πολυσυλλεκτικές;

ΓΑ: Η επεξεργασία και επέκταση του context σαν μεθοδολογία σκέψης, παραγωγής και κριτικής για την αρχιτεκτονική είναι κατά αντιστοιχία του τι συμβαίνει στην σημερινή τέχνη;

ΙΛ: Κατά τη γνώμη μου, η κριτική που γίνεται μέσα από την παραγωγή της αρχιτεκτονικής, για να τα βάλουμε σε τάξη αυτά τα δύο, είναι ελάχιστη. Υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την τέχνη: η αρχιτεκτονική ήταν και είναι πάντα εξαρτημένη από τους θεσμούς και το κεφάλαιο, ειδικά όταν μιλάμε για έργα μεγάλης κλίμακας. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν είναι τόσο ελεύθερο επάγγελμα όσο δείχνει. Αν, λοιπόν, ως context ορίσουμε τη συγχρονικότητα, που είναι και η κρίσιμη έννοια, χρειάζεται πραγματική ελευθερία για να αντιλαμβάνεσαι τι γίνεται γύρω σου τώρα και να ασκείς κριτική, που ίσως περιορίζει την πελατεία σου, ειδικά στο παρόν φιλελεύθερο οικονομικό περιβάλλον, που διεισδύει όλο και περισσότερο στον κρατικό τομέα. Πάνω σε αυτή την έλλειψη δεν μπορείς να στήσεις μεθοδολογία, μπορείς όμως να αλλάξεις τον ορισμό της έννοιας της συγχρονικότητας, παράγοντας την αντίστοιχη θεωρητική ομπρέλα.

ΦΓ: Στην ουσία, δηλαδή, η Ίρις λέει: «μακάρι να ήταν η κριτική στάση της αρχιτεκτονικής σαν αυτή της σημερινής τέχνης». Ίσως, όμως, σήμερα μπορεί κανείς να απελευθερωθεί από την πελατεία και να ασκήσει κριτική στο φιλελεύθερο περιβάλλον. Κι αυτό μέσα από έναν νέο επανασχεδιασμό της αρχιτεκτονικής ως δράσης προγραμματικής και ως άσκησης πρακτικών, σε σχέση με την καθημερινότητα στο μητροπολιτικό πεδίο. Τότε η τέχνη και η αρχιτεκτονική μπορούν να ανακατέψουν τα περιεχόμενα των συγκοινωνούντων δοχείων που τις αποτελούν, τότε θα είμαστε ελεύθεροι να επανερμηνεύουμε το context.

ΓΑ: Θα μας ενδιέφερε να απομονώσουμε και να κρίνουμε ένα κτίριο αυτό καθεαυτό;

ΙΛ: Πάρα πολύ, ειδικά για τους παραπάνω λόγους. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς πραγματικά σχολιάζει κτίζοντας ένα κτίριο κάποιος τις σχέσεις που καθορίζουν την εξελισσόμενη μέσα σε αυτό καθημερινή ζωή των ενοίκων του, τοποθετώντας την μέσα στη συγχρονικότητα. Το σύνηθες λάθος είναι να θεωρούμε ένα κτήριο ως ουδέτερο αντικείμενο. Το κτίριο εξορισμού είναι ένας πυκνωτής θεσμών και σχέσεων, κτίζεται για έναν ιδιοκτήτη, ιδιώτη ή το δημόσιο, η νομοθεσία καθορίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά του, ενώ, συνήθως, αναπαράγει άτυπους πολιτισμικούς κανόνες, συνάπτονται πολλά συμβόλαια εργασίας για την κατασκευή του, χρησιμοποιείται και εκτίθεται δημόσια. Υπογράφοντας ένα κτίριο σχεδιάζεις την άποψή σου για όλα αυτά.

ΦΓ: Nα συμπληρώσω πάνω σε αυτά: Το παράδειγμα κουβαλά όλα τα άλλα — κι αυτά που του μοιάζουν και τα άλλα. Για μένα η κρίση και η ερμηνεία του παραδείγματος είναι η αγαπημένη μου πρακτική ανάγνωσης, είτε πρόκειται για κτήριο είτε για κείμενο.

ΓΑ: Ο ίδιος ο L.C. συνδύασε πλήθος μέσων, όπως o λόγος και οι εικόνες για την άρθρωση και επικοινωνία των ιδεών του. Υπάρχουν αναλογίες αυτής της δυναμικής με σύγχρονες περιπτώσεις starchitects και του αντίστοιχου lifestyle;

ΙΛ: Ο λόγος για την αρχιτεκτονική από τους ίδιους τους δημιουργούς είναι κάτι πολύ παλιό, αν αναλογιστούμε τις πραγματείες που έχουν γραφτεί για την αρχιτεκτονική, ξεκινώντας ήδη από την αρχαιότητα. Ο L.C., ο οποίος βρέθηκε σε μία διαφορετική συγκυρία, με άλλους ρυθμούς μεταφοράς της πληροφορίας και δυνατότητας να ταξιδεύει ο ίδιος ανά τον κόσμο, δεν κάνει κάτι καινούργιο αλλά το προσαρμόζει στις δυνατότητες που του δίνει η συγκυρία μέσα στην οποία δουλεύει. Τις χρησιμοποιεί εξαντλώντας τες. Τα κείμενά του δε, κατά τη γνώμη μου, απευθύνονται σε ένα πλατύτερο κοινό και όχι αποκλειστικά σε αρχιτέκτονες· αυτή ήταν ίσως η διαφορά του. Αν κάποιος σήμερα κινείται με αντίστοιχο πρόγραμμα είναι ο Rem Koolhaas. Το φαινόμενο των starchitects είναι μάλλον διαφορετικό και πιο συνολικό. Εκδόθηκε μία ενδιαφέρουσα σύνοψη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα, συμπεριλαμβάνοντας και το διάστημα μέχρι και το 2008, από μία ομάδα του ΕΤΗ. Το ενδιαφέρον που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’70 υπάρχει μία τάση συσπειρώσεων αρχιτεκτόνων σε ομάδες ή γεγονότα συνευρέσεων, όπως λίγο νωρίτερα τα CIAM. Στην ίδια στήλη που παρουσιάζει γεγονότα όπως αυτά, που καθορίζουν την αρχιτεκτονική παραγωγή, από τη δεκαετία του ’80 και μετά οι συλλογικότητες αντικαθίστανται από τα βραβεία Pritzker, που δίδονται μόνο σε συγκεκριμένους αρχιτέκτονες. Νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά προς τα πού κοιτάμε, γιατί οι υπογραφές αυτής της κλίμακας είναι το αντίστοιχο των μονοπωλίων της κατ’ όνομα ελεύθερης αγοράς.

ΓΑ: Η κοινή ψηφιακή γλώσσα, σαν κώδικας που συνδέει και επικοινωνεί επιμέρους πρακτικές, μπορεί να θεωρηθεί σαν μια εξέλιξη του modulor, εργαλείο εμπειρικής ορθότητας που βασίζεται στα μαθηματικά και την άλγεβρα;

ΙΛ: Όχι. Το modulor ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε με ενδιαφέροντα τρόπο μόνο από αυτόν και την ομάδα του, όσο εκείνος ήταν εν ζωή. Το ρητό στοίχημά του για μια παγκόσμια εφαρμογή ενός κανόνα που έχει σχέση με τα μαθηματικά, ίσως. Το φετίχ πολλών γνωστικών πεδίων με τα μαθηματικά είναι επίσης παλιά ιστορία και οφείλεται στο γεγονός ότι παραδοσιακά αυτά θεωρούνται το κατεξοχήν επιστημονικό πεδίο που μπορεί να αποδεικνύει τι είναι αληθές και τι ψευδές, κατασκευάζοντας επαρκώς καλά μεθόδους και εννοιολογικά εργαλεία. Κατά συνέπεια, θα λέγαμε ότι κυρίως προσφέρουν την ορθότητα αλλά όχι την εμπειρική επαλήθευση, εφόσον τα μαθηματικά δεν επαληθεύονται μέσω των εμπειρικών δεδομένων, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αντιλαμβάνεσαι εδώ και την μερική μόνο ικανότητα των μαθηματικών κανόνων να επιλύσουν το αρχιτεκτονικό πρόβλημα.

ΓΑ: Η ελληνική πολεοδομία, όπως φαίνεται σήμερα, κατανόησε ουσιαστικά στοιχεία του μοντερνισμού; Υπάρχουν στοιχεία νεωτερικότητας;

ΙΛ: Δυστυχώς, η πολεοδομία στην Ελλάδα έχει περιθωριοποιηθεί περισσότερο και από την αρχιτεκτονική, εξαντλούμενη μόνο στον καθορισμό ρυμοτομικών γραμμών και όρων δόμησης και έχει αγνοηθεί ακόμη και η προσπάθεια καθορισμού χρήσεων. Άρα, είναι αστείο να μιλάμε για πειράματα που μπορούν ξεκάθαρα να φέρουν την ταυτότητα του μοντέρνου. Για να μιλήσουμε για νεωτερικότητα θα πρέπει να πάμε ακόμη πιο πίσω στο χρόνο και τη σύσταση της πόλης κατά την βιομηχανική επανάσταση. Στην Ελλάδα, που απέχει από αυτές τις εξελίξεις, διαφορετικοί παράγοντες καθόρισαν τη δημιουργία και μεταπολεμική επέκταση των πόλεων. Ας μην ξεχνάμε ότι τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας παγιώνονται μόλις το 1947.

ΦΓ: Άσχετα με το ότι δεν υπήρξε ποτέ συστηματικά ελληνική πολεδομία, μπορούμε να δούμε ότι μία (ίσως η μόνη στην Ελλάδα) εκδοχή της είναι ο οικοδομικός κανονισμός και η εφαρμογή του στις ελληνικές πόλεις. Από μία άποψη λοιπόν, ο Kenneth Frampton είναι ορθός όταν λέει ότι οι ελληνικές πόλεις είναι από τις πιο χαρακτηριστικές εφαρμογές του μοντερνισμού — αλλά μόνον ως εικόνα. Βέβαια το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για τις πόλεις της Μέσης Ανατολής, αρκετές από τις οποίες εκπληκτικά θυμίζουν τις δικές μας.

ΓΑ: Σε τι βαθμό μπορεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός να καθορίσει την κοινωνική δραστηριότητα;

ΙΛ: Σε πολύ μεγάλο βαθμό, αν είναι διαρκής και στενά συνδεδεμένος με την κοινωνική και οικονομική δυναμική που διαρκώς μεταβάλλεται. Είναι αστείο να θεωρούμε ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός είναι υπό συζήτηση όταν ζούμε σε τέτοιες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Βεβαίως, χρειάζεται πολιτική βούληση για την εφαρμογή των πολεοδομικών προτάσεων και περιβάλλον άκρως δίκαιο, αυστηρά δημοκρατικό. Φανταστείτε τι μπορεί να σημαίνει το να επιβάλλει στον αστικό χώρο μία μικρή μόνο ομάδα τους κανόνες.

ΦΓ: Ας μιλήσουμε για την Ελλάδα: σε μία χώρα όπου η παράβαση είναι ο κανόνας, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το ρόλο του πολεοδομικού σχεδιασμού ως μηχανή οριοθέτησης και ως μελλοντικό πρόγραμμα της υλικής πραγματικότητας και των δραστηριοτήτων που περιέχει - κι αυτό από την πλευρά του νομοθέτη. Για παράδειγμα, οι χρήσεις γης και τα νομοσχέδιά τους υπόκεινται συνέχεια, σε σχέση με τα ιδιωτικά συμφέροντα και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, τροποποιήσεις και μεταβολές με αντίστοιχα διατάγματα. Παρόλα αυτά, νομίζω πως σήμερα είμαστε στο σημείο μηδέν — σε ένα οριακό σημείο όπου αν η πολιτεία ενσυνείδητα δεν πάρει τα μέτρα της, σύντομα δεν θα απομείνει τίποτα για να σωθεί. Υπάρχουν τα κοινά αγαθά που το κράτος δεν υπερασπίζεται. Ας σκεφτούμε τον Ελαιώνα, ή τις εκτάσεις της ελληνικής υπαίθρου που έχει εποικιστεί χωρίς φραγμό από τα απόβλητα-εξοχικές κατοικίες προβολής των κατοίκων των μεγαλουπόλεων.

ΓΑ: Η εμπειρία από τη «μηχανή κατοίκησης» και την πολεοδομία του L.C. επηρέασαν την εμπειρία της κατοίκησης της φύσης;

ΙΛ: Για να μιλήσουμε για τη σχέση του αρχιτεκτονήματος με τη φύση θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πολλά παραδείγματα από τη δουλειά του. Τόσο η πολεοδομία του L.C. όσο και η αρχιτεκτονική παραγωγή, που πλαισιώνεται από την ιδέα της μηχανής κατοίκησης, θέλει να διεκδικήσει μία θέση στο τεχνολογικό πεδίο στο οποίο πια έπεται η αρχιτεκτονική. Μην ξεχνάμε ότι, μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση, η αρχιτεκτονική είναι το πεδίο μέσω του οποίου αναπτύσσεται η τεχνολογία. Αλλάζοντας το πεδίο ορισμού της μηχανής εντός της αρχιτεκτονικής, απαλλασσόμαστε από αυτόν τον αγώνα, ενσωματώνοντας το αυτοκίνητο στη μορφή της πόλης — δείτε τα σχέδια για το Αλγέρι — ή στην φωτογράφηση των κτιρίων με το αυτοκίνητο σε πρώτο πλάνο, το οποίο όχι τεχνολογικά αλλά μορφολογικά μόνο φαίνεται λιγότερο σύγχρονο σήμερα. Αυτό που φαίνεται συνολικά, πάντως, θα έλεγα μέσα από το έργο του L.C. είναι ο έλεγχος της σχέσης με τη φύση, μέσα από το σχεδιασμό του τρόπου ανάπτυξης της απόστασης από αυτή μέσα από τη χρήση του βλέμματος και της γεωμετρίας: σκεφτείτε τα γραμμικά παράθυρα, τα pilotis, τα οριζόντια δώματα και το βλέμμα από ψηλά, τους φωταγωγούς στο μοναστήρι της Tourette. Σε αυτό, νομίζω, ότι είναι βαθιά επηρεασμένος από τη γαλλική κουλτούρα ελέγχου της φύσης μέσα από το σχεδιασμό.

ΦΓ: Ας δούμε τις μικρές μηχανές κατοίκησης της φύσης που ο ίδιος o L.C. πραγματοποίησε. Για τον εαυτό του σχεδίασε εξοχικές διαμονές με οικο-νομία: πρόκειται για μικρά σε διάσταση σπίτια, σχετικά «φτωχά» (το cabanon ή την κατοικία της μητέρας του στη λίμνη). Όμως, η δυτική αντίληψη για τον χώρο, που χαρακτηρίζει τον L.C., είναι βασικά επεκτατική. Στο κείμενό μου στο βιβλίο μιλάω για τη θεοποίηση της «πράξης», τη θεοποίηση της όρασης (στην οποία παραπάνω αναφέρεται και η Ίρις) και, ως εκ τούτου, του σχεδιασμού και της ανέγερσης, από έναν αρχιτέκτονα που δεν κατάλαβε ποτέ την Ανατολή και την εσωτερική επικοινωνία του κάθε όντος και του κάθε σώματος με αυτό που το περιβάλλει. Έτσι, η λογική της επέκτασης του κατοικήσιμου σε κάθε σημείο της γης, η λογική μιας πολεοδομίας που θεωρεί πως αφήνει ελεύθερο το έδαφος, ενώ απλώνει πάνω του την στέγη της συνεχούς οικιστικής ζώνης, είναι σύμφωνη με την έως σήμερα δυτική κατοίκηση της φύσης, που δεν φέρνει τον κάτοικο σε πραγματική κοινωνία με το έδαφος, απλώς τον εναποθέτει εκτός άστεως. Σήμερα πλέον το έδαφος αυτό δεν είναι ύπαιθρος, αλλά η συνέχεια της μητρόπολης με διαφορετικές πυκνότητες.

ΓΑ: Υπάρχει κάποιο κομμάτι των ταξιδιών του L.C. στην Ανατολή που προβάλλεται στο έργο του;

ΙΛ: Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από το ταξίδι του στην Ανατολή. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι ενδιαφέρουσα η συγκυρία της έκδοσης αυτής στην Ελλάδα. Από τα πρώτα έργα του στη γενέτειρά του, στο La Chaux-de-Fonds της Ελβετίας, φαίνεται η επιρροή του ταξιδιού του, κυρίως στη φαντασίωση της υπαίθριας κατοίκησης και του ανοίγματος στο φως. Την ίδια στιγμή όμως, η εκπαίδευσή του συμπεριλαμβάνει και επιρροές από τα βιβλία του Ruskin και, άρα, μία κατασκευασμένη αφήγηση για το πώς να δεις.

ΦΓ: Τα ταξίδια του L.C. είναι μία άσκηση στην κατανόηση της αρχιτεκτονικής με όρους μορφής, με τον τρόπο που αυτό γινόταν εκείνη την εποχή από τους φοιτητές των σχολών Beaux Arts. Άσκηση του χεριού στο σχέδιο, άσκηση του ματιού στην παρατήρηση. Νομίζω πως αυτό πέρασε κατευθείαν στην άσκηση του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος από τον L.C., κι εδώ δε λέω τίποτα το πρωτότυπο.