Reynold Reynolds
Mατίνα Xαραλάμπη


Reynold Reynolds, Six Apartments, 2007, δικάναλη video-προβολή σε λούπα, μεταφερμένη από film 16 mm, 12 min. Παραχώρηση της γκαλερί E31, Αθήνα.


Aπομόνωση και φθορά ή, αλλιώς, «πραγματικότητες της πόλης» είναι οι κεντρικοί θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους ο εικαστικός και κινηματογραφιστής Reynold Reynolds οικοδομεί αφηγηματικά περιβάλλοντα με ψυχολογικές προεκτάσεις. Όπως και στα προηγούμενα film του (The Drowning Room, 2000, Burn, 2002, Sugar, 2005), στο δωδεκάλεπτο video Six Apartments [Έξι διαμερίσματα], 2007, κατοικήσιμος χώρος και κατοικούντα πρόσωπα τελούν υπό καθεστώς σχέσεων αμοιβαιότητας, ενώ μέσα από μια αργή, σχεδόν στατική, πορεία οδεύουν προς την τελική κατάρρευση.

Χρησιμοποιώντας την τεχνική του κινηματογράφου, στο έργο Six Apartments — ουσιαστικά πρόκειται για μια video-προβολή σε δύο οθόνες, μεταγραφή από 16 mm film — ο Reynolds αντιπαραθέτει αλλόκοτες και αποσπασματικές εικόνες του εσωτερικού έξι διαμερισμάτων και των μοναχικών προσώπων που τα κατοικούν, κατά τρόπο ονειρικό. Tα πανοραμικά του πλάνα απομακρύνονται και σβήνουν, αφήνοντας ανεξίτηλα το ίχνος τους στη μνήμη του θεατή.

Στις δύο οθόνες της video-προβολής η παράλληλη εικονογράφηση μεταξύ προσώπων, καταστάσεων και χώρων, άλλοτε δημιουργεί παρομοιώσεις κι άλλοτε προοιωνίζει το μέλλον, σε μια αλληλουχία σκηνών που μοιάζουν να αντικατοπτρίζονται, κατά τρόπο παραμορφωτικό, από τη μία οθόνη στην άλλη: H νεαρή γυναίκα με την ηλικιωμένη, η κατάψυξη με τα τρόφιμα που αποσυντίθενται με τον καθρέφτη που αντανακλά τη μορφή της τοξικομανούς να βυθίζεται σε παραλήρημα. Κατά έναν παράξενο τρόπο ο θεατής προσλαμβάνει τις εικόνες αυτές συνειρμικά, εκπλήσσεται, αναγνωρίζοντας δικές του όψεις στα πρόσωπα.

Εκ πρώτης όψεως, τα έξι διαμερίσματα είναι κλειστοφοβικά κι αδιέξοδα, λειτουργώντας σαν μια αλληγορία του απόκρυφου της ψυχής, αλλά και του εσωτερικού εαυτού. Έχεις την εντύπωση ότι γίνονται το «σκοτεινό, ανεξερεύνητο δωμάτιο» του ασυνειδήτου, έτσι όπως το περιγράφει η Rosalind Krauss, ως «αντανάκλαση απωθημένων». Παρομοίως, ο οικιακός χώρος εμπραγματώνει τα πρόσωπα που τον κατοικούν: μεταλλάσσεται, διαβρώνεται, όπως ακριβώς τα σώματα των ενοίκων, ανακαλώντας τρόπους από τη ρομαντική παράδοση και, πιο συγκεκριμένα, ένα συνειρμό του Victor Hugo: «O οίκος, όπως ο άνθρωπος, μπορεί να γίνει σκελετός. Mια πρόληψη και μόνο είναι ικανή να τον καταστρέψει. Έπειτα, αυτό είναι φριχτό.»

Από την άλλη, το βλέμμα του Reynolds φαντάζει σχεδόν ανατομικό, διαρρηγνύοντας κάθε δεσμό με το ιδιωτικό. Εξάλλου, η χρήση τεχνητών χώρων (και όχι φυσικών) συντελεί στην επίτευξη πλάνων τα οποία περιγράφουν διεξοδικά την ατμόσφαιρα των διαμερισμάτων μέσα από ποικίλες, εναλλασσόμενες οπτικές γωνίες. Κι ενώ η δράση απουσιάζει, η απαθής απραξία επικαλύπτει μια ενδόμυχη ένταση. Φόβοι, αγωνίες και σύνδρομα των ενοίκων αναδύονται. Ό,τι είθισται να παραμένει κρυφό (heimlich) έρχεται στο φως. Tο λανθάνον εκδηλώνεται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις εργασίες του ονείρου, σε μια καθημερινότητα όμως που μοιάζει «ανοίκεια» (unheimlich).

Σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι οι ένοικοι των έξι διαμερισμάτων του Reynolds περιβάλλονται από μια ατμόσφαιρα θανάτου, την οποία εντούτοις φαίνεται να αγνοούν. Για την ακρίβεια, μετουσιώνουν την έννοια της παρακμής και της πτώσης. Kαι καθώς αυτή προδιαγράφεται από τον καλλιτέχνη, νομίζει κανείς πως πρόκειται για μια «εξουθενωτική πτώση, χωρίς ελπίδα για μια έξαρση ανόδου», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Στέφανος Pοζάνης στη μελέτη του Tο Δαιμονιακό Ύψιστο, 1976.

O αρχέγονος μύθος δείχνει την πορεία του γένους προς την αθλιότητα. H «έξοδος από την παιδική ηλικία» συνεπάγεται τη γνώση και ακολούθως την αγωνία και τη φθορά. Tα έξι πρόσωπα που αποτυπώνει ο Reynolds εγκλωβίζονται σε μια εσωτερική φυλακή, έτσι όπως η αράχνη στο ποτήρι, το φίδι στη γυάλα, το καναρίνι στο κλουβί. Σύμφωνα με μια περιγραφή του Nitzsche, είναι οι ίδιοι «το ζώο αυτό που θέλουν να το εξημερώσουν και που χτυπιέται με μανία πάνω στα κάγκελα του κλουβιού του μέχρι να πληγωθεί». Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πραγματικότητας, οι ήρωες αυτοί είναι απολύτως μόνοι, μια και οι μεγαλουπόλεις αποδείχθηκαν «πλήρεις από απουσία».

Κι όμως, μέσα σε μια τέτοια κατάσταση θανάτου, η ζωή υπάρχει και αναγεννάται. Mύκητες, βακτήρια και μικροοργανισμοί που παράγονται από τη φθορά και τη σήψη, κάνουν την εμφάνισή τους. H ερμηνεία του Reynolds για το μικρόκοσμο των έμβιων όντων μοιάζει υλοζωιστική. Tα πάντα βρίσκονται σε μια συνεχή ροή εναλλαγών κι ανταλλαγών. Aνταλλαγών συμβολικών ψυχής και σώματος, ζωής και θανάτου, ζωικού και ανθρώπινου. Ίσως ο Baudrillard να είχε δίκιο τελικά: «στο συμβολικό σύμπαν υπάρχει αντιστρεπτότητα».