Σπύρος Παπαλουκάς
Ηλίας Παπαηλιάκης
Σπύρος Παπαλουκάς, Καφενείο στη Μυτιλήνη, 1929, λάδι σε λινό πανί, 100 × 121 cm
Ο Σπύρος Παπαλουκάς γεννήθηκε στη Δεσφίνα το 1892. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και συνέχισε με υποτροφία τις σπουδές του στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ακολούθησε την Ελληνική Στρατιά στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ζωγράφος της εκστρατείας. Το σύνολο των έργων του από εκείνη την περίοδο χάνεται, όμως, μια και το τρένο που τα μεταφέρει απ’ την Αθήνα παίρνει φωτιά στη Σμύρνη. Στην Αθήνα συνεχίζει τη ζωγραφική του, παράλληλα με την ενασχόλησή του με την αγιογραφία. Η μητρόπολη της Άμφισσας είναι το σημαντικότερο έργο του. Μαζί με τον συγγραφέα Στρατή Δούκα, τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον Δημήτρη Πικιώνη και το σκηνοθέτη Σωκράτη Καραντινό εκδίδει το περιοδικό Το Τρίτο Μάτι. Εργάστηκε ως καλλιτεχνικός σύμβουλος της πολιτικής υπηρεσίας του Υπουργείου Διοικήσεως και το 1940 ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή της Δημοτικής Πινακοθήκης. Εργάστηκε επίσης ως καθηγητής στη Σιβιτανίδειο Σχολή, στη Βιοτεχνική Σχολή, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και για μικρό χρονικό διάστημα στην ΑΣΚΤ. Πέθανε το 1957 στην Αθήνα.
Η αναδρομική έκθεση φιλοξενείται στο Ίδρυμα Βασίλη Θεοχαράκη. Δωρεά της κόρης του Παπαλουκά προς τον επί πενταετία μαθητή του πατέρα της επιτρέπει στο ίδρυμα να έχει στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του ζωγράφου. Στους τρεις ορόφους του ιδρύματος τα έργα αναπτύσσονται σε θεματικές ενότητες και συνοδεύονται από λεζάντες σχετικές με παρατηρήσεις του ζωγράφου. Την έκθεση και τον κατάλογο επιμελήθηκε ο ιστορικός τέχνης Τάκης Μαυρωτάς. Βρήκα μικρό και δυσλειτουργικό τον εκθεσιακό χώρο για τον αριθμό των έργων και θα προτιμούσα την παρουσίασή τους σε δύο φάσεις, προκειμένου να είναι σωστότερη. Επίσης διαφωνώ με τις όμοιες χρυσές κορνίζες και τα τζάμια σε όλα σχεδόν τα έργα. Θα ήταν καλύτερα εάν παρέμεναν οι κορνίζες σε όσα έργα υπήρχαν (ακόμη και αν βρίσκονταν σε κακή κατάσταση) και εάν υπήρχε φροντίδα στα υπόλοιπα για το καθένα ξεχωριστά. Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι τα έργα είναι συντηρημένα και ότι επιτέλους έχουμε πρόσβαση στο σύνολο της δουλειάς του ζωγράφου.
Από τα πρώτα έργα — αυτά που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε σπουδαστικά — ο Παπαλουκάς δεν αστειεύεται. Με ζηλευτό σχέδιο, αξεπέραστη χρωματική ευστοχία και συνείδηση, καλλιτεχνικό ένστικτο σχετικά με το τι σημαίνει σπουδή του μοντέλου μετά τους ιμπρεσιονιστές, τα πρώιμα έργα του είναι τα πρώτα αριστουργήματα ενός από τους σημαντικότερους ευρωπαίους ζωγράφους του εικοστού αιώνα, για την ευρύτητα των πλαστικών λύσεων στα λίγο-πολύ γνωστά προβλήματα του ζωγραφικού χώρου σε σχέση με τη φιγούρα, αλλά και διότι πουθενά στα έργα αυτά, όπως και στα επόμενα, ο ζωγράφος δεν ναρκισσεύεται. Τα έργα του ήδη από τα χρόνια των σπουδών σοκάρουν για την αμεσότητα της γραφής και την απαράμιλλη οξυδέρκεια της ματιάς του νεαρού Παπαλουκά. Τα στοιχεία αυτά δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ.
Το τέλος της μικρασιατικής περιπέτειας βρίσκει την Ελλάδα νικημένη και τον Παπαλουκά ξανά στην Αθήνα, υποθέτω βαθιά πληγωμένο από την κρίση της Ιστορίας. Όμως … το βλέμμα του ζωγράφου θα στραφεί στην πληγωμένη χώρα και εκεί θα δει και θα ζωγραφίσει φως που δεν δημιουργεί δυνατά κοντράστα και δραματικές φωτοσκιάσεις. Φως, που όχι μόνο δεν σκιάζει, αλλά φωτίζει το φως και το σκοτάδι του τοπίου. Ο Παπαλουκάς θα μας δώσει μετα-αναπαραστατικές εκδοχές για τόπους τους οποίους μέχρι τότε κανείς δεν είχε αντιληφθεί σε αυτή τη διάσταση — κι ας είναι μεγάλη η καλλιτεχνική συγγένεια με τον Μαλέα, τον Οικονόμου και τον Λύτρα. Εντυπωσιακές εκδοχές τόπων χωρίς εκ των προτέρων σχηματισμένη την εικόνα τους (δεν ζωγραφίζει ιδεοληπτικά ο Παπαλουκάς), τόποι που μέσα από το βλέμμα του φαίνονται διηνεκείς.
Τόποι ελληνικοί δηλαδή∙ μέρη απ’ τις πατρίδες του ζωγράφου τα οποία θα κοιτάξει σαν να τα βλέπει για πρώτη φορά, με μοναδικό κίνητρο την ανάγκη του βλέμματός του προς αυτά και με τελικό αποτέλεσμα έναν πλούτο από ζωγραφιές, πάντα, μα πάντα, με ένα φως κυριολεκτικά οικουμενικό. Χωρίς θεατρινισμούς (δείτε π.χ. πώς χρησιμοποιεί την ώχρα του χαρτιού του ο Παπαλουκάς και πώς ο Τσαρούχης), χωρίς τα νάζια και τους βυζαντινισμούς στους οποίους αρέσκονται οι ζωγράφοι αυτής της περιόδου, χωρίς ίχνος μεγαλοστομίας, ο Παπαλουκάς βλέπει. Βλέπει τόπους που αγαπά, βλέπει τα πρόσωπα των οικείων του, βλέπει τον εαυτό του. Και επειδή βλέπει δεν χρειάζεται ούτε να εννοιολογεί (ίσως μόνο στην περίπτωση των όψιμων έργων), ούτε να λιβανίζει τον πληγωμένο εγωισμό των μεγαλοϊδεατών, ούτε να παριστάνει την παρθένα μπροστά στα ισοκρατήματα περί αμιγούς ελληνικού πολιτισμού — ακόμη και όταν αγιογραφεί τη μητρόπολη της Άμφισσας κάνει του κεφαλιού του και είναι ανεπανάληπτος.
Οι ιστορικοί τέχνης είναι ίσως οι καταλληλότεροι να βρουν και να μας πουν από ποιους επηρεάστηκε, ποιους συνάντησε και με ποιους συμπορεύτηκε. Έχει πάντως ενδιαφέρον το γεγονός ότι αντίθετα με άλλους ζωγράφους (Διαμαντόπουλος, Οικονόμου, Μπουζιάνης), ο Παπαλουκάς δεν περιθωριοποιήθηκε σε σχέση με τη γενιά του και την κοινωνία. Όπως είδαμε και από τα βιογραφικά του δίδαξε σε σχολεία και σχολές για μεγάλο χρονικό διάστημα και συμμετείχε ενεργά στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Όμως το σύνολο του έργου του δεν ασπάζεται τον κυρίαρχο συντηρητικό μοντερνισμό της γενιάς του. Το έργο του υπερασπίζεται την προσπάθεια ενός ανθρώπου να ζωγραφίσει, όχι να επιχειρηματολογήσει ή να πείσει για την ορθότητα των λεγομένων του, επειδή ζωγραφίζοντας κατανοεί και κατανοείται. Κι εδώ έγκειται η σπουδαιότητά του.