wpaioi san amepikanoi
Τερέζα Παπαμιχάλη
Νίκος Τρανός, Αλογόμυγα, 2008, χυτευμένος ορείχαλκος με ντουκόχρωμα, 25 × 6 × 4 cm
video Η ανάγκη να υπάρξουν πεδία όπου λαμβάνουν χώρα νέες προτάσεις και πειραματισμοί στις πρακτικές των εικαστικών, πέρα από τους καθιερωμένους εμπορικούς εκθεσιακούς χώρους, είναι δεδομένη. Παρόλα αυτά, στην Αθήνα του σήμερα φαίνεται πως κυριαρχούν οι αμιγώς εικαστικοί χώροι, όπου η ελληνική τέχνη είναι ενεργή με προτάσεις-επιμέλειες εκθέσεων, τις οποίες χαρακτηρίζει αφενός μια ελιτίστικη ανάγνωσή τους ως είδος πολυτελείας, και αφετέρου ο σχετικά ήπιος, προς το παρόν, εξωραϊσμός της μεταβιομηχανικής ή καλύτερα της μετα-βιοτεχνικής Αθήνας, μια σύγχρονη τάση βασισμένη κυρίως σε βόρειο-ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το εικαστικό έργο να αντιμετωπίζεται συχνά είτε σαν αντικείμενο πολυτελείας είτε ως τάση ή trend, με την αντίστοιχη αξία και σημασία και στις δύο περιπτώσεις, χωρίς να συμπίπτει με μια «καθημερινότητα», με μια εικαστική «στάση ζωής» ή τον προσδιορισμό μιας «ταυτότητας», ο οποίος φαίνεται να μην είναι ποτέ το ζητούμενο.
Και επειδή ακριβώς είναι πρακτικά αδύνατο να υπάρξει ένας χώρος μακριά από οποιαδήποτε βάρη, συνειρμούς και ιδιότητες — o λευκός κύβος (white cube) — γίνονται κάποιες προτάσεις-εκθέσεις σε χώρους οι οποίοι, λειτουργώντας ως συγγενείς ή ως πάτρωνες, προσφέρουν διαφορετικές προεκτάσεις στην επιμέλεια και παράλληλα παρουσιάζουν τα έργα υπό μία νέα οπτική. Χώροι με άλλη εκθεσιακή παράδοση και χωρίς φιλοδοξίες «ανατροπής», χώροι μουσειακοί, θεατρικοί ή κινηματογραφικοί αλλά και χώροι αυτοδιαχειριζόμενοι (project spaces), οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τη δυναμική αυτών που τους διαχειρίζονται. Όλοι αυτοί οι χώροι, λοιπόν, λειτουργούν πειραματικά ως προς τις σύγχρονες εικαστικές πρακτικές, τις σχέσεις φόρμας, θεματικής και επικοινωνιακής τακτικής, αλλά και συνιστούν προσπάθειες αποτίμησης και προσδιορισμού μιας ταυτότητας της εικαστικής σκηνής, που για να αυτονομηθεί είναι σημαντικό πλέον να μην αγνοεί την ιστορία του ευρύτερου εικαστικού τοπίου στο οποίο βρίσκεται και να αναζητεί τη σχέση παράδοσης και σύγχρονου.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο βλέπω και το project space καφεnεοn, που δείχνει να είναι καταρχήν μία «performance διαρκείας» πάνω στην επικοινωνία, την αναγκαιότητά της και τις μεθόδους της, αλλά και στη σύγχυση και το παράλογο, μ’ έναν σχεδόν Roman Signer gag τρόπο, γαργαλώντας ουσιαστικά μια κατάσταση και θέτοντας ένα καινούργιο παράδειγμα σε σχέση με την εξέλιξη ή τη ρήξη με τις υπάρχουσες τακτικές στα εικαστικά. Το συγκεκριμένο εγχείρημα μοιάζει ν’ αναδεικνύει ένα αρκετά μεγάλο κενό, κυρίως στη δράση της σύγχρονης ελληνικής performance, η οποία αναπτύσσεται αργά και συντηρητικά — κάτι που σίγουρα έχει να κάνει με μια γενικότερη στάση, την υπερβολική έλλειψη αυτοσαρκασμού ή με την απόλυτη εσωστρέφεια και το κοινωνικό άγχος, που κυριαρχεί και στην εικαστική συμπεριφορά.
Το καφεnεοn, λοιπόν, είναι ένας ατημέλητος χώρος στο υπερυψωμένο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στου Γκύζη, πάνω στο δρόμο. Ανοιχτός και προσβάσιμος (τόσο που φέρνει αμηχανία στους περαστικούς), αποτελεί τόπο συνάντησης, αυτοσχέδιων εκθέσεων, performance/διαλέξεων και προβολών, μέσα από τον οποίο, όπως υποστηρίζει ο ιδιοκτήτης του Paul «Artzog» Zografakis, κερνώντας καφέ, θέλει να γνωρίσει τις ενέργειες και τις εντάσεις του περιβάλλοντός του, τόσο της γειτονιάς όσο και των εικαστικών, τόσο αυτών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα του καφεnεοn όσο και αυτών που το παρακολουθούν.
Από τη στιγμή που ο Ζωγραφάκης, ένας «σχεδόν ξένος», αμερικανός ελληνικής καταγωγής, επεδίωξε να δράσει ως εικαστικός στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ένα ζητούμενο αυτού του project είναι να γνωρίσει μια κατάσταση που υπάρχει στην Αθήνα, να συμμετάσχει και να φέρει τα προσωπικά του στοιχεία σ’ αυτήν αλλά, παράλληλα, να σχηματίσει και τη δική του ταυτότητα, βρίσκοντας ή δημιουργώντας σχέσεις συγγένειας και εγγράφοντας τον εαυτό του σε μια υπάρχουσα συνθήκη με δικούς του όρους. Καταφεύγοντας σε ελληνικά στερεότυπα για να βρει κοινό τόπο και τρόπο επικοινωνίας, και με αφορμή την ελληνική εμπειρία του καφέ ως την χαλαρή υπόσχεση και αναβλητικότητα μιας συνάντησης, μετατρέπει το καφενείο σε χώρο δράσεων. Χρησιμοποιεί λοιπόν την ταυτότητα του καφενείου σε μια περιοχή καθαρά οικιστική, χωρίς συναρπαστική αγορά ή νάιτλαϊφ, μόνο με τη μεγάλη δικονομική σκιά του Αρείου Πάγου να απλώνεται πάνω του, γεγονός το οποίο μάλλον σημαίνει ότι έχει να κάνει με την αδέκαστη καθημερινότητα.
Μέρος του project καφεnεοn ήταν και το ωραίοι σαν αμερικάνοι — ή wpaioi san amepikanoi, όπως αναγράφεται σε άπταιστα greeklish στην πρόσκληση της έκθεσης — που σύμφωνα με τον Ζωγραφάκη ήταν μια «αυθόρμητη επιμέλεια» από τους συμμετέχοντες. Η γενικότερη κατεύθυνση στην οποία κινείται η έκθεση, όπως και το πείραμα του καφεnεοn, είναι το site-specific, όπου εδώ site-specific μπορεί να θεωρηθεί το συγκεκριμένο ισόγειο αλλά και η ελληνική εικαστική σκηνή, με τους καλλιτέχνες να λειτουργούν ως objets trouvés. Η ιδέα αυτή υπάρχει και στη συμμετοχή του ίδιου του Ζωγραφάκη στην έκθεση, με έργα που έφτιαξε με ό,τι βρήκε μέσα στον χώρο, μεταξύ αυτών ένα τετριμμένο — αλλά εύστοχο στη συγκεκριμένη περίπτωση — αστείο, όπως η κατασκευή ενός white cube.
Τα έργα που «βρέθηκαν» σε αυτόν τον χώρο, αυτά δηλαδή που επέλεξαν να δείξουν οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, καθορίζουν την επιμέλεια ή καλύτερα τη σύνθεση της έκθεσης, κατά την οποία προκύπτουν θέματα όπως το οικείο, η ανεστιότητα ή η ετερότητα, το έργο ως έμβλημα, η συνθήκη και η εμπειρία του εικαστικού έργου. Το Horsefly, 2008, του Νίκου Τρανού, που θα μπορούσε να είναι η κυριολεκτική ανατροπή ή πτώση του heroic (male) artist, του επικού δημιουργού, το εικονοστάσιο του άγνωστου πάτρωνα του καφεnεοn, εγκατάσταση-έργο όλης της ομάδας, η σύνθεση από αντικείμενα και video του Κώστα Ρουσσάκη, με πρωταγωνιστές «ξένους» και προϊόντα πολιτισμών (παραδοσιακά μαχαίρια, το playmobile, ο Hendrix), εικονογραφούν κατά κάποιον τρόπο το παράδειγμα του καφεnεοn. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σχέδια του Στέλιου Καραμανώλη με τον ευγενή εμετό ή την εγκατάσταση της Μαργαρίτας Μποφιλίου για ένα είδος καναρινιού, τον αμερικανό τραγουδιστή, που απ’ ό,τι φαίνεται τον μπερδεύει το καθρέφτισμά του.
Τα έργα αυτά λειτούργησαν ως σχόλια για το χώρο και μ’ έναν τρόπο είναι αυτά που χαρακτήρισαν το καφεnεοn, αφού δεν είναι εντελώς ξεκάθαρες οι επιλογές αλλά και οι συγγένειες που προκύπτουν από αυτό το «κοινωνικό πείραμα». Το wpaioi san amepikanoi είναι μια έκθεση που έδωσε ιδιαίτερο στίγμα σ’ ένα project χώρου, το οποίο καταρχήν αρνείται τη θεατρικότητα που υπάρχει στις εκθέσεις και το κοινό τους, προτείνει μια ενδιαφέρουσα εικαστική πρακτική και φιλοδοξεί στη συμμετοχή που ευτυχώς απολαμβάνει.