Design Routes
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Design Routes, άποψη εγκατάστασης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Φωτογραφία: Βασίλης Σαριόγλου.
Για να αναγνωριστεί ένας άγιος ως Άγιος — δηλαδή για να «κανονιστεί» — περνούν 300 με 400 χρόνια. Το διάστημα αυτό θεωρείται εύλογο για να δοκιμαστεί στο χρόνο η «δύναμη της αγιοσύνης» του. Αυτός ο — θεωρούμενος ως πιο ορθός — «έλεγχος» λειτουργίας και καταξίωσης της «ιεροσύνης», ισχύει κατά κάποιο τρόπο και σε όλες τις εφαρμοσμένες τέχνες. Για να αναγνωριστεί η «δύναμη της αγιοσύνης τους» ως Τέχνη — και όχι τέχνη — χρειάζεται να παρέλθει δυσανάλογα πολύς χρόνος (ευτυχώς, όχι αιώνες). Κι αν για το design και την αρχιτεκτονική τα πράγματα μοιάζουν να κινούνται κάπως πιο σβέλτα, η γραφιστική είναι μάλλον το κατεξοχήν πεδίο, που, για ν’ «αγιάσεις», η μονάδα του χρόνου μόνο μεγαλώνει.
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η γραφιστική τέχνη γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Έδωσε νέο και σαφές αισθητικό στίγμα, που ξεχώριζε ως ουσιαστικά καινοτόμο, αγέρωχο, ευφάνταστο και εύληπτο, ενώ παράλληλα καθρέφτιζε πλήρως το μαχητικό, αντισυμβατικό (γιατί πια παραείναι κλισέ η λέξη «επαναστατικό») πνεύμα της εποχής. (Αχ! Πόσο αγνές, σταράτες κι αδιατάρακτες ήταν όλες εκείνες οι εποχές, πριν εδραιωθεί «με ενοικιοστάσιο» ο μεταμοντερνισμός!). Παρ’ ολ’ αυτά, ούτε εκείνη η ξεχωριστή άνθιση άνοιξε τότε τις πύλες «επίσημων» φορέων (βλ. γκαλερί) στους γραφίστες — ούτε καν για μια συγκριτική μελέτη, κατ’ αντιπαραβολή του έργου τους με την κύρια εικαστική παραγωγή. Ωστόσο, χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης και της σημασίας που είχε εκείνη η ακμή της γραφιστικής είναι τα έργα καλλιτεχνών σαν τον Ed Ruscha, που αντλούσαν έμπνευση — και μεταχειρίζονταν εκφραστικά μέσα — από την pop πανδαισία των εξώφυλλων δίσκων βινυλίου (το κατεξοχήν πεδίο που καθρέφτιζε το γραφιστικό booming εκείνης της εποχής). Σε μια συνέντευξή του ο Ruscha έλεγε πως και ο ίδιος δεν ήξερε τότε πώς να διαχειριστεί τα έργα του. Γνώριζε τη δύναμή τους, αλλά κατά κάποιο τρόπο ήταν διστακτικός για το πώς και που να τα παρουσιάσει. Το τοπίο ήταν θολό, γιατί αφενός η γραφιστική εικονοπλασία παρέμενε πάντα — και à priori — «τόσο — μα τόσο — εμπορική» κι απ’ την άλλη ήταν τόσο «μητέρα» των νέων αισθητικών αιχμών, που δικαίως διεκδικούσε την άμεση καταξίωσή της ως Τέχνη. Έτσι, χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 40 χρόνια, για να αναγνωριστεί χωρίς περιστροφές από την Ιστορία της Τέχνης η ξεχωριστή της αξία και τα πράγματα να μπουν στον σωστό δρόμο (κατά συνέπεια να μπουν και οι γραφίστες-παιδιά-των-λουλουδιών σε γκαλερί και μουσεία).
Όλη η παραπάνω εισαγωγή έχει σαν στόχο να καταλήξει στο ότι — κατ’ αναλογία με το τι συνέβη με ανάλογες εκθέσεις την τελευταία πενταετία στο εξωτερικό — η έκθεση Design Routes στο Μουσείο Μπενάκη έρχεται να τεκμηριώσει την αντίστοιχη ελληνική «γραφιστική άνοιξη» των δεκαετιών του ’60 και ’70 και την εικαστική υπεραξία της. Με πρωτοβουλία του Δημήτρη Θ. Αρβανίτη (σχεδιαστή και μέλος της AGI Alliance Graphique Internationale) στην έκθεση παρουσιάζεται το έργο του «Κ&Κ Διαφημιστικό Κέντρο Αθηνών» που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από τους Φράνσις Κάραμποτ, Μιχάλη Κατζουράκη και την εικονογράφο Αγνή Κατζουράκη. Έργο που διακρίθηκε επανειλημμένα στους σημαντικότερους τότε διεθνείς διαγωνισμούς. Διαφημιστικές καμπάνιες του Ελληνικού Τουρισμού, αεροπορικών και ναυτιλιακών εταιριών, αφίσες του Ελληνικού Φεστιβάλ, λογότυπα και κάθε άλλη διαφημιστική εφαρμογή για προϊόντα σαν τα παπούτσια «sportex», τα ψυγεία Kelvinator, τα αναψυκτικά «Ήβη», τα παιδικά καλλυντικά «ΠΡΟΔΕΡΜ», τo μαιευτήριο «Μητέρα», την Tράπεζα Κρήτης, την οινοποιία «Κουρτάκη», την «Εταιρία Σπαστικών» κ.ά. συνθέτουν το όλον. Δηλαδή, παρουσιάζεται ένα ευρύτατο φάσμα γραφιστικής παραγωγής για την οπτική επικοινωνία προϊόντων και υπηρεσιών — και επιπλέον πολλές διαμορφώσεις εσωτερικών χώρων, εξ ου και γενικότερος ο τίτλος «design». Εκείνο που πρώτο εντυπωσιάζει είναι ο πλούτος της έκθεσης (χρειάστηκαν δύο χρόνια για να συγκεντρωθεί, να αρχειοθετηθεί εκ νέου και να καταγραφεί με σύγχρονα μέσα το διαθέσιμο υλικό). Κυρίως όμως η έκθεση αναδεικνύει την ξεκάθαρη ταυτότητα της γραφιστικής παραγωγής που παρουσιάζει. Και η ταυτότητα αυτή συνίσταται σε μια προσήλωση στη λιτότητα της σύνθεσης, ακολουθώντας πιστά τις αρχές του Μοντερνισμού, σε μια εντυπωσιακή χρωματική διαύγεια και κυρίως, σε μια ανάδειξη του «ελληνικού» στοιχείου, χωρίς τον παραμικρό ενδοτισμό στην περίτρανη τότε «ελληνικότητα».
Είναι πολλές οι ποιότητες αυτής της παρουσίασης που την κάνουν να λάμπει ως εξαιρετική. Όπως είναι πολλά και τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει ο επισκέπτης που ασχολείται ενεργά με τη γραφιστική. Το κυριότερο όμως όφελος για έναν γραφίστα είναι ότι πείθεται για δύο αλήθειες: πρώτον, ότι η έννοια «ξεχωριστό προσωπικό στυλ» δεν κατακτιέται ποτέ με την ισοπεδωτική αμετάπλαστη υιοθέτηση της τελευταίας λέξης της γραφιστικής μόδας και δεύτερον ότι είναι πράγματι εφικτό — για όποιον φιλοδοξεί να αναφερθεί σε κάτι εντόπιο — να διαχειριστεί με κομψότητα το Μοντέρνο εικαστικό langage και να επωφεληθεί από τη δύναμή του, γλιτώνοντας ταυτόχρονα από τα δόντια του φολκλόρ.