Ομάδα Αστικό Κενό: Τι και για Ποιους;
Άννα Τσουλούφη Λάγιου
⁰¹⁻⁰³ Αστικό Κενό, Δράση 9: Αποχαιρετώντας την ελεύθερη πόλη. Γεύμα στην Ακαδημία Πλάτωνος., 27 Ιανουαρίου 2002
⁰⁴⁻⁰⁷ Αστικό Κενό, Δράση 10: Πολιτική δράση. Τι άλλο μπορεί να συμβεί στο Μετρό., 14–15 Δεκεμβρίου 2002
Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια κάποιες ανήσυχες συνειδήσεις αποφάσισαν να βγουν στο δρόμο και στους ανοιχτούς χώρους της πόλης μας. Μεταξύ άλλων, θέλησαν να πραγματοποιήσουν εφήμερες «καταλήψεις» και παράδοξες κατοικήσεις χώρων «ανενεργών», που υπάγονται είτε στη δικαιοδοσία του κράτους είτε στη δικαιοδοσία ποικίλων φορέων ή εταιριών ανάπλασης. Έτσι έκαναν μια ανοιχτή καταγγελία ακολουθώντας μια φαινομενικά «οκνηρή και αδιάφορη» μεθοδολογική πρακτική — όπως λένε και οι ίδιοι σε κάποιο σημείο του βιβλίου.
Την ομάδα συγκρότησαν κυρίως αρχιτέκτονες αλλά και εικαστικοί οι οποίοι, έχοντας βαρεθεί να βλέπουν την πόλη σε μικροσκοπικό μέγεθος, σαν μια μακέτα χωρίς ζωή, ή σαν εικόνα ιδωμένη σε ενατένιση και από απόσταση, άφησαν τα ατελιέ τους και θέλησαν να εργαστούν από τα μέσα και σε άμεση σχέση με το χώρο που προσπαθούν να σχεδιάσουν και να απεικονίσουν. Θέλησαν να αποκτήσουν την εμπειρία της σωματικής επαφής με τον κάθε χώρο και να παρουσιαστούν στους ανθρώπους που τον κατοικούν. Επιδίωξαν να συζητήσουν μαζί τους για τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, για το πώς θα ήθελαν να σχεδιαστoύν οι χώροι που τους περιβάλλουν. Σίγουρα, και πάνω απ’ όλα, θέλησαν να ζήσουν τις καταστάσεις που εκτυλίσσονταν σ’ αυτούς τους χώρους επηρεάζοντάς τις, προσπαθώντας ενίοτε να τις υπονομεύσουν και να τις ανατρέψουν, ώστε να δημιουργήσουν εκεί τις δικές τους.
Ονομάστηκαν «ομάδα Αστικό Κενό» παίρνοντας αφορμή από τους τόπους της δράσης τους, τα αστικά κενά της πόλης, όπως ονομάζονται τα άδεια και ανεκμετάλλευτα οικόπεδα και κτίσματα της πόλης στην αρχιτεκτονική και τη χωροταξία, εκείνα που είναι σε νομική εκκρεμότητα. Πορεύθηκαν σύμφωνα με ορισμένες πρακτικές πολιτικών ακτιβιστών, [i] αν και οι ίδιοι αυτοαναφέρονται σαν ομάδα δράσης και όχι ως ακτιβιστές. Διασχίζοντας άλλοτε με ταχείς και άλλοτε με αργές κινήσεις τις αρτηρίες της Αθήνας, αποτελώντας κάτι σαν σύγχρονους νομάδες, ή ερευνητές δράσης (actual researchers), τα μέλη που συγκροτούσαν κάθε φορά την ομάδα Αστικό Κενό κοντοστάθηκαν σε κάποιους χώρους — κτισμένους και άκτιστους — της πόλης, που ήταν τότε ακόμα υπό διαμόρφωση. Θέλησαν να βρεθούν αντιμέτωποι με το μέλλον αυτής της πόλης, ενόψει των μεγάλων αλλαγών που προέκυψαν από τη διαδικασία ανάπλασης των τελευταίων 10 ετών· ανάπλασης που έχει καταλήξει να ταυτίζεται με τον εξωραϊσμό της πόλης υπό τη μορφή κατασκευής και εξάπλωσης κέντρων διασκέδασης, τόπων αναψυχής και «τουρισμού», έτσι όπως επιβάλλεται σύμφωνα με τα πρότυπα της σύγχρονης παγκόσμιας πόλης, τύπου Λονδίνου, Βερολίνου ή Άμστερνταμ, καθώς η Αθήνα, ακόμα χειρότερα, φαίνεται να συνιστά το κακέκτυπό τους· ανάπλασης κινούμενης από μια πολιτική του κέρδους και του νεοφιλελευθερισμού, της αστικής επέκτασης, της αδιαφορίας για το στεγαστικό πρόβλημα των ασθενεστέρων τάξεων της πόλης.
Η ομάδα Αστικό Κενό αποδείχθηκε, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο προφήτης της εξέλιξης αυτών των χώρων που ιδιωτικοποιούνται πλέον με γοργό ρυθμό, και τους οποίους προσπάθησε να υπερασπιστεί ως χώρους κοινής «κατοίκησης» και (ελεύθερης) ζωής, διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων, διαμόρφωσης κοινών αποφάσεων, με λίγα λόγια, ως τον δημόσιο χώρο της πόλης. Τώρα πια μπορούμε όλοι να δούμε τη δυστοπική μορφή για την οποία προσπαθούσε να μας προειδοποιήσει με τις φαινομενικά άτοπες δράσεις της.
Μετά από μια σοβαρή ανάγνωση του βιβλίου και γνωριμία με τις δράσεις της ομάδας αναρωτιόμαστε: Τι είναι τελικά αυτό που επιτυγχάνεται συνήθως, σε πραγματικό επίπεδο, μέσα από τολμηρές και πρωτοποριακές ακτιβιστικές αλλά κατά τα άλλα ατελέσφορες, ως επί το πλείστον, κινήσεις; Ποια είναι η αποτελεσματικότητά τους; Ανάλογα είναι τα αρχικά ερωτήματα που τίθενται πάντοτε σε σχέση με ακτιβιστικές κινήσεις προερχόμενες συχνά από ανθρώπους που ασχολούνται με τις νέες μορφές της τέχνης στον δημόσιο χώρο, κυρίως της αρχιτεκτονικής, της χωροταξίας και της δόμησης του αστικού ιστού και όχι τόσο των εικαστικών, των παραστατικών και των άλλων τεχνών. Απασχολούν εξίσου την ομάδα, όπως φαίνεται μέσα από τις βιβλιοαναφορές, αλλά και από την τελευταία συζήτηση των μελών της που καταγράφονται στον ίδιο τόμο. Πιο συγκεκριμένα, τα ερωτήματα αφορούν, πρώτον, στη συμμετοχή του «κοινού» στις δράσεις (παίρνοντας ως δεδομένο ότι αυτές είχαν έναν θεαματικό ή, ίσως, θα λέγαμε καλύτερα, έναν επιτελεστικό [performative] χαρακτήρα, καθώς έπαιρναν μια παραστατική μορφή), δεύτερον, στον εφήμερο χαρακτήρα τους, και τρίτον, στην αντιπαράθεση των θεσμών με τα δικαιώματα των πολιτών και το τι μένει τελικά χειροπιαστά στους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή στους κατοίκους αυτών των περιοχών.
Αυτό που έμεινε, καταρχάς, από τις δράσεις της ομάδας είναι ένας απόηχος, ίσως η μαγική τους αύρα που, με την ευκαιρία της έκδοσης, ανασύρθηκε από τα αρχεία με τη μορφή φωτογραφικού υλικού, κειμένων και άλλων στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτενή προετοιμασία και για την επιτέλεση των δράσεων. Τα καθημερινά αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν για τις εφήμερες κατοικήσεις — για παράδειγμα, στο Μετρό ή στην Ακαδημία Πλάτωνος — χάθηκαν· διασώθηκαν μόνο σαν φευγαλέες εικόνες. Ό,τι απομένει τώρα στα χέρια μας είναι η έκδοση, ως συνολική «εικόνα» της ομάδας και της δεκάχρονης πορείας της (μολονότι το βιβλίο περιέχει ντοκουμέντα και κείμενα από τα οκτώ έτη της δραστηριότητάς της). Αυτό που επιτυγχάνεται πραγματικά είναι μια συζήτηση, όπως λένε και οι ίδιοι σε κάποιο σημείο του βιβλίου, ο διάλογος μεταξύ τους. Δεν επιτυγχάνεται, όμως, η εκπλήρωση μιας ισχυρής επιθυμίας: ο πραγματικός διάλογος με τον καθημερινό άνθρωπο, ανεξαρτήτως ιδιότητας, ακόμα κι αν η πρώτη επαφή έχει γίνει μέσω της συγκεκριμένης παρουσίασης. Κοντολογίς, λόγω του ποιητικού και απόλυτα εφήμερου χαρακτήρα των δράσεων της ομάδας, αυτό που δεν επιτεύχθηκε είναι, κατά τη γνώμη μου, μια μόνιμη παρουσία, ενδεχομένως η κίνηση των ίδιων των πολιτών, ή η δημιουργία ενός κοινωνικού κέντρου/καταφυγίου ή, έτι περαιτέρω, η ύπαρξη ενός βήματος πολιτικής παρουσίασης και συζήτησης, ίσως μια αντιβουλή. Αφού ολοκληρώνονταν οι δράσεις, η ομάδα στρεφόταν πάλι στα πιο ιδιωτικά της εδάφη αναζήτησης. Παρατηρούμε, δηλαδή, τη ναρκισσιστική, ή εσωστρεφή τάση που διακατείχε την ομάδα — ακόμα και ασυνείδητη — η οποία δεν επέτρεψε στις καταστάσεις που δημιουργούσε να εξελιχθούν πέραν ενός ορίου, πέραν μιας ορισμένης εστίας αλλά και να καταστούν κοινωνικά αποτελεσματικές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ναρκισσισμός της ομάδας αποκαλύπτεται και αναγνωρίζεται και από τα μέλη της, στη συζήτηση μεταξύ τους. [ii]
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι δεν συγκαταλέγονταν σ’ εκείνους τους «τρελούς» και πλήρως αφοσιωμένους πολιτικούς ακτιβιστές που δεν επιθυμούν καμιά θεαματική προβολή και μιλούν άμεσα με το έργο τους, όπως είναι, για παράδειγμα, μερικοί γκραφιτάδες οι οποίοι, παρότι δε διαθέτουν απαραίτητα την «εγγύηση» της Σχολής Καλών Τεχνών, με έργο επιμελέστατα καθημερινό, απλώνονται σαν παράσιτο διαμαρτυρίας στην πόλη αφήνοντας ενοχλητικές εικόνες της κατάστασής της, στα μάτια του καθενός.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι, από την άλλη πλευρά, το έργο της ομάδας δεν θέλησε να ακολουθήσει εικαστικές αρχές, αλλά μάλλον καταστασιακές, όπως αυτές της περιπλάνησης (dérive) και της εκτροπής-οικειοποίησης (détournement)· μάλιστα, διατείνεται ότι προσπάθησε να δράσει αντιθεαματικά (counter-spectacular), μέσω της σωματικής εμπλοκής στο χώρο. Επίσης, προσπάθησε οι δράσεις της να μην γίνουν παγίδα για τους περαστικούς αλλά μάλλον ένα παράδειγμα ενδεχόμενης χρήσης των χώρων που εντόπιζε. Σε κάποιες όμως από αυτές φαίνεται, τελικά, σαν να ήθελε να τελέσει ένα κλειστό τελετουργικό, όπως για παράδειγμα, στο γεύμα στην Ακαδημία Πλάτωνος, όπου θα μπορούσε να είχε συμπεριλάβει περισσότερο κόσμο και να πραγματοποιήσει μια δράση σαν εκείνες της Lucy Orta. Σε μία από τις πολλές εκδοχές του έργου της Orta, που θέλει να επιτεθεί στην αλλοτρίωση και το οποίο έγινε και παρουσιάστηκε σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους, πάντα μέσα σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, η καλλιτέχνις κάλεσε διακόσιους 10 κατοίκους από 30 διαφορετικές ομάδες μεταναστών και γηγενών πολιτών της Ουτρέχτης, σε ένα κοινό γεύμα σε ανοιχτό χώρο της πόλης, στην κεντρική Πλατεία Neude, ως μέρος των ετήσιων εορτασμών, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την υπογραφή της Συμφωνίας της Ουτρέχτης, το 2013. Καθεμιά από τις 30 ομάδες έφτιαξε το δικό της φαγητό για να το μοιραστούν και να γευτούν οι παρευρισκόμενοι τις διάφορες πολιτιστικές λιχουδιές κατά τη διάρκεια της βραδιάς, που συνοδευόταν από την αφήγηση ιστοριών (πρέπει εδώ να σημειώσω ότι οι δράσεις-έργα της Orta γίνονται πάντα σε θεσμοθετημένο πλαίσιο). [iii]
Εάν εξαιρέσουμε τις δύο πρώτες δράσεις της ομάδας Αστικό Κενό, που ήταν οι πιο καλά οργανωμένες γύρω από τον ενθουσιασμό του «βγαίνω στην πόλη και την εμψυχώνω με όσο πιο οργιαστικό τρόπο μπορώ, προκειμένου να αντιδράσω στην ασχήμια της και την συμβατικότητά της, καλώντας τον κόσμο να συμμετέχει», οι υπόλοιπες δράσεις πολλές φορές κατέληξαν να γίνουν «θεαματικές». Μάλλον, καταρχάς, λόγω της αδυναμίας της ομάδας να προσεγγίσει τον κόσμο και να τον προσκαλέσει σε σύμπραξη, έτσι ώστε να υπάρξει ενός είδους «δέσμευση»· δεύτερον, λόγω της απειρίας του ελληνικού «κοινού» σε τέτοιου τύπου καταστάσεις και τεκταινόμενα και, τρίτον και πιο σημαντικό, λόγω αδυναμίας, παρά τις αρχικές προθέσεις, κοινοποίησης μιας τέτοιας σχεδιασμένης κατάστασης.
Επομένως, οι δράσεις της ομάδας Αστικό Κενό πήραν πολλές φορές το χαρακτήρα μιας «κρυφής (εφήμερης) γοητείας της μπουρζουαζίας», που ενώ προσπάθησε να ταράξει τα βρώμικα νερά της χαώδους πόλης, αυτό που κατάφερε τελικά ήταν να κάνει κάποιες «πιρουέτες ανησυχίας» και να αφήσει ένα σημάδι με τη μορφή ενός βιβλίου — μια διόλου ευκαταφρόνητη πράξη — για την ιστορία, μιας από τις ελάχιστες, κατά τα άλλα, ομάδες δράσεων στο δημόσιο και ανοιχτό χώρο της Αθήνας, ειδικά εκείνη την εποχή. Διακρίνουμε, λοιπόν, μιαν αντίφαση στις προθέσεις της ομάδας σε σχέση με τις δυνατότητες και τις ικανότητες που δοκιμάστηκαν και παρουσιάστηκαν απ’ αυτήν στα οκτώ χρόνια της δράσης της.
Παρ’ όλα αυτά, από εκείνη την πρώτη ομάδα ξεπήδησαν κάποιες επιπλέον δράσεις, μετά από πρωτοβουλία των μελών της, Χαρίκλειας Χάρη και Ελένης Τζιρτζιλάκη, το Project PPC_T (post programmed city_territory) / Φαρκαδώνα, και το Δίκτυο Νομαδική Αρχιτεκτονική. Σ’ αυτά τα νέα σχήματα δράσης γίνονται εφαρμογές μεθόδων που δείχνουν να πηγαίνουν το πράγμα προς έναν άλλο τρόπο λειτουργίας, όσον αφορά τα ζητήματα που διακυβεύονται.
Ένα ζήτημα ακόμη που προκύπτει από το βιβλίο είναι και μια κριτική θεωρία, ίσως κάπως άνευρη, αλλά πολύ καλά μελετημένη και, ίσως, περισσότερο ποιητική από όσο χρειάζεται. Εκείνο που μένει επίσης είναι οι πειραματισμοί σε μια μέθοδο, η οποία κατά τη γνώμη μου, παραπέμπει στην αθωότητα — με βαθύτερο σκοπό την απο-ενοχοποίηση του υποκειμένου ως δράστη — για παράδειγμα, μιας ομάδας παιδιών που μόλις ανακάλυψε τις αλάνες και τα κρυφά μέρη για αλητεία και παιχνίδι στη γειτονιά της — που στην πραγματικότητα είναι ο ευρύτερος χώρος της Αθήνας. Και για να μην φανεί αυτό αφελές, υπενθυμίζω ότι το παιχνίδι — και δεν εννοώ το παιδικό — είναι μια βασική μέθοδος δράσης που έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς στον μοντερνισμό, από πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες και πρωτοποριακές ομάδες είτε καλλιτεχνικές είτε πολιτικές είτε ακτιβιστικές, καθώς και ότι για την έννοια του παιχνιδιού έχουν γραφτεί πολλά πράγματα από πολύ σημαντικούς θεωρητικούς. [iv] Αναρωτιόμαστε σ’ αυτό το σημείο: Όλο αυτό το εγχείρημα είναι μια μορφή φιλανθρωπίας ή μια κίνηση γενναιοδωρίας; Η ουσιαστική δύναμη των δράσεων της ομάδας έγκειται ακριβώς στο ότι, όντως, κάποιοι διανοούμενοι των χώρων της αρχιτεκτονικής και της εικαστικής τέχνης χρησιμοποίησαν το περίσσευμά τους για να κάνουν μια άμεση κριτική στις νέες συνθήκες των υπό διαμόρφωση περιοχών της πόλης, όπως ανέφερα και στην αρχή αυτού του κειμένου, χρησιμοποιώντας μια πρακτική μέθοδο. Ευτυχώς για τους λάτρεις της τέχνης της μεταφοράς και δυστυχώς για τους ερευνητές, η ομάδα έχει καταφέρει να μείνει μακριά από τη διεπιστημονικότητα και την ψευδοεθνολογία-ψευδοανθρωπολογία, που τώρα πια διατεινόμαστε όλοι ότι κάνουμε στις νέες μορφές δημόσιας τέχνης.
Από την ουσιαστικά αισθητική πλευρά, αυτό που συμβαίνει δυστυχώς στον τόμο είναι μια αδύναμη παρουσίαση μέσα από πολλές εικόνες, οι οποίες αποτελούν απλά τεκμηρίωση των δράσεων και δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη εικαστική σημασία. Δηλαδή, δεν μας βοηθούν και πολύ να καταλάβουμε ή να νιώσουμε τι συνέβη εκεί. Ακόμα περισσότερο, δεν μπορούμε να συλλάβουμε την αγωνία και την ένταση της παρουσίας των ατόμων στους χώρους των δράσεων. Με λίγα λόγια, έχει χαθεί το κρεσέντο, θα λέγαμε, ή η ατμόσφαιρα αυτών των δράσεων, αφού οι φωτογραφίες δεν μας συγκινούν όσο θα έπρεπε. Πρόκειται, αντίθετα, για ένα απλό πέρασμα του ματιού από μια βόλτα στην πόλη και η μαρτυρία του, χωρίς αυτό να αντανακλά την αύρα των δράσεων. Ακόμα, η κοινωνικο-πολιτική δύναμη των δράσεων και των κειμένων της ομάδας φαίνεται στο βιβλίο σχετικά ασθενής, άνευρη και οκνηρή — όπως παραδέχονται και τα ίδια της τα μέλη στην τελευταία τους συζήτηση. Ποιος μας είπε όμως ότι επιδίωκαν κάτι που θα ήταν γροθιά στο στομάχι, άσχετα με το αν εμείς ως «κοινό» ή και ως συν-εργοί, ενίοτε, το αποζητούμε με μανία; Προφανώς ήθελαν να μεταδώσουν κάτι πιο εκστατικό από μια διαμαρτυρία για την καθημερινότητα.
Έτσι, για να κατευνάσουμε την επιθυμία μας για αποτελεσματικότητα, μια ωραία σύγκριση που μπορούμε να κάνουμε είναι μεταξύ της έκδοσης του Αστικού Κενού με τον κατάλογο του Dia Art Foundation [v] σε επιμέλεια του Brian Wallis, και του project της Martha Rosler If you lived here … The City in Art, Theory, and Social Activism [Αν ζούσες εδώ … Η πόλη στην τέχνη, στη θεωρία, και στον κοινωνικό ακτιβισμό], που εκδόθηκε το 1991. Αυτό το υποδειγματικό, θα λέγαμε, project ασχολείται με την πόλη της Νέας Υόρκης και τον εξωραϊσμό περιφερειακών περιοχών της όπως το East Village, στις δεκαετίες του ’80 και ’90. Ο συγκεκριμένος κατάλογος αποτελεί το τεκμήριο για μια σειρά δοκιμασμένων δράσεων ή «έργων» σε ένα μέρος του πλανήτη που θεωρείται χαρακτηριστικά πιο εξελιγμένο πολιτιστικά από ό,τι εδώ, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα και σε πιο θετική κατεύθυνση. Κι αυτό διότι, όπως γνωρίζουμε, όσα πιο πολλά είναι τα κοντράστ στον κοινωνικό ιστό, όση πιο πολλή δυστυχία και κοινωνικά αδικία υπάρχει σε έναν τόπο, τόση πιο μεγάλη είναι και η αντίδραση που προκαλείται. Έτσι, κάποιοι φορείς του πολιτισμού, ιδρύματα εικαστικών τεχνών όπως το περίφημο NEA National Endowment for the Arts (Εθνικό Κληροδότημα για τις Tέχνες) ή το The New York State Council on the Arts (Το Συμβούλιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης για τις Tέχνες), ευαισθητοποιήθηκαν και κινητοποιήθηκαν πάνω στο θέμα. Για την ακρίβεια, αποφάσισαν αφενός να διευρύνουν την εικαστική σφαίρα και να την εμπλέξουν με την κοινωνικοπολιτική και αφετέρου να κάνουν έρευνα πεδίου και να διεκδικήσουν ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα με συμμετοχικό σχεδιασμό. Όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο από την Publishers Weekly: «Αυτός ο τόμος (πρόκειται για τον έκτο από την πλήρη σειρά έκδοσης του ιδρύματος) τεκμηριώνει την παρούσα κρίση στην αμερικανική πολιτική για το αστικό στεγαστικό πρόβλημα, και παρουσιάζει την εικόνα τού πώς οι καλλιτέχνες … μέσα στο πλαίσιο των οργανώσεων γειτονιάς, έχουν αγωνιστεί ενάντια στην κυβερνητική αδιαφορία και αμέλεια, την κοντόφθαλμη πολιτική για το στεγαστικό, και την αχαλίνωτη εκμετάλλευση του Real Estate. Μέσα από εκθέσεις, φωτογραφίες, συμπόσια, αρχιτεκτονικά σχέδια και την αναπαραγωγή έργων από τη σειρά εκθέσεων που διοργανώθηκαν από τη (Martha) Rosler, το βιβλίο εξυπηρετεί μια σειρά λειτουργιών: αποτελεί ένα πρακτικό εγχειρίδιο για την οργάνωση κοινότητας· παρουσιάζει την ιστορία του στεγαστικού ζητήματος και των αστέγων στην πόλη της Νέας Υόρκης αλλά και σ’ ολόκληρη την πολιτεία· και παραθέτει ένα διάγραμμα για το τι θα μπορούσε να σημαίνει μια ανθρώπινη πολιτική στέγασης για την αμερικανική πόλη». Κάτι που δεν πρέπει με τίποτε να παραβλέψουμε — για καλό και για κακό — είναι ότι αυτό το project, καθώς και η έκδοση, χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από πολύ σημαντικά αμερικανικά ιδρύματα για τις τέχνες. Οι δράσεις του Αστικού Κενού, καθώς και η έκδοση του βιβλίου τους — με την ολοκληρωτική υποστήριξη των εκδόσεων Futura — είναι μια καθαρά DIY κίνηση, κάτι που είναι προς τιμήν της και πραγματικά προς επικρότηση, αλλά που δυστυχώς δεν της χαρίζει την αίγλη και τη «μεγαλοπρέπεια» του επιχορηγούμενου. Τα θετικά και τα αρνητικά τίθενται στην κρίση του καθενός μας.
Από εκεί και πέρα, ή από εκεί και πριν αν προτιμούν κάποιοι, τα βασικά ερωτήματα που τίθεται είναι: α. ποια είναι τα ζητήματα που αξίζει να εκτεθούν για δημόσιο διάλογο· β. κατά πόσο μπορούμε να δημιουργήσουμε χώρο και σχέσεις στο πεδίο· γ. σε ποιον βαθμό η εμπειρία μπορεί να γίνει αντιπροσωπευτική θεωρία· δ. πώς ορίζεται ο χώρος στον οποίο κινείται το μεταμοντέρνο και, κατά βάση κατακερματισμένο, υποκείμενο;
Από την εμπειρία μου και την προσωπική μου δράση μπορώ να πω ότι εκείνο που παίζει κυρίαρχο ρόλο είναι το ρίζωμα. Από την άλλη, εάν λάβουμε υπόψη μας τις απόψεις του Ρίτσαρντ Σέννετ, για να αποφευχθεί η θεατρικότητα και η ναρκισσιστική τάση σε κάθε χώρο πρέπει οι δεσμοί να γίνονται σε ένα κοινό αγωνιστικό πλαίσιο. Εδώ ερχόμαστε πάλι στην έννοια του παιχνιδιού, σαν μια μέθοδο ανακάλυψης του συναγωνισμού μέσα από την αθωότητα, και στην κοινή πίστη σε ανθρώπινες αξίες, κάτι που πιστεύω ότι κινεί σε μεγάλο βαθμό και την ομάδα Αστικό Κενό. Πιο απλά καταλαβαίνουμε κάτι κοινότοπο, αλλά μάλλον και το πιο δύσκολο, ότι δηλαδή μόνο η συνύπαρξη μέσα στον ίδιο χώρο «εργασίας» εμποδίζει την αλλοτρίωση. Εκεί μοιράζεται η καθημερινότητα. Μόνον όταν ο χώρος και ο χρόνος μοιραστεί μέσω της συνύπαρξης και του διαλόγου δημιουργείται ο κοινός τόπος. Εκεί μπορεί κάποιος να νιώσει ουσιαστικά τις καταστάσεις που διαδραματίζονται. Οι λεπτομέρειες της ζωής του καθενός αλλά και τα γούστα του, οι προτιμήσεις για την μια ή την άλλη δραστηριότητα που εκφράζουν οι άνθρωποι μέσα από καθημερινές, ελάσσονες αφηγήσεις είναι αυτό που φέρνει τα μέλη μιας κοινότητας το ένα κοντά στο άλλο. Η εμπειρία της καθημερινότητας έχει λοιπόν πολύ «θόρυβο». Πολλά μικροσκοπικά κομματάκια παρεμβάλλονται ανάμεσα στις κυρίαρχες ιδέες που διοικούν έναν χώρο. Αυτά τα μικροσκοπικά κομματάκια είναι όμως που καθορίζουν την προσωπικότητα του καθενός μας, αλλά και τις ατομικές και τις συλλογικές λειτουργίες.
Η ταχύτητα της εποχής της επικοινωνίας, η τάση για κωδικοποίηση και ο απόλυτος προσδιορισμός σχημάτων, δημιουργεί μια ολοκληρωτική, συγκεντρωτική εικόνα για τον κόσμο. Οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής του καθενός παραμένουν στο περιθώριο του μεγάλου σκοπού. Η πραγματικότητα είναι γεμάτη απ’ αυτές τις μικρές λεπτομέρειες. Είναι αυτές που μπορούν να καταγραφούν σε διηγήματα και νουβέλες και να δημιουργήσουν φανταστικούς κόσμους. Η θεωρητική σκέψη λειτουργεί σε αφαιρετικό επίπεδο και δεν μπορεί να αποδώσει τη «γεύση» της καθημερινότητας και του ασυνείδητου μέρους της ανθρώπινης σκέψης. Οι τέχνες, η μουσική, το θέατρο, καλούνται να αποδώσουν και να αναπαραστήσουν αυτές τις λειτουργίες και, ιδιαίτερα, τη λαϊκή κουλτούρα.
Το τοπίο που ανοίγεται μπροστά μας, όσον αφορά αυτό το θέμα, παραμένει θολό και ομιχλώδες, χωρίς συγκεκριμένο σημείο εστίασης και με μεταβαλλόμενη μορφή. Η αναπαράσταση του σύγχρονου κόσμου — αφού γι’ αυτήν τελικά γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος, αφού αυτή διακυβεύεται μέσα από την αισθητική — και τα μέσα μεθοδολογίας δράσεων έχουν εξελιχθεί σε μια συνθετική μορφή, διαφοροποιημένη απ’ αυτήν που οραματίστηκαν και εξέφρασαν οι μοντέρνοι άνθρωποι. Η κοινοποίηση καταστάσεων, η δημοσίευση, η δήλωση, η γνωστοποίηση και ίσως τελικά η καταγγελία των αδικιών, είναι απαραίτητη στο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτό είναι που έχει σαν υλικό της η εν λόγω (καλλιτεχνική) δράση (αναπαράστασης), όχι μόνο μέσω του ακτιβισμού. Μέσα από τις συνθήκες της νέας παγκοσμιοποίησης και σε μια κοινωνία που χάνει το βάθος της και απλώνεται όλο και πιο πολύ, το άτομο κατακερματίζεται και δεν μπορεί εύκολα να δημιουργήσει συναισθηματικούς δεσμούς, παρά μόνον σύντομες γοητείες.
Η προσωπικότητα της ομάδας Αστικό Κενό διαλύθηκε τελικά στις ίδιες της τις πράξεις και στις καταστάσεις που δημιούργησε. Άσκησε μεν «εφήμερες γοητείες», αλλά μέσα από μια απρόσωπη και «εδώ και τώρα» σχέση με το χώρο που δρούσε κάθε φορά, αφήνοντας μιαν υπενθύμιση: το ανά χείρας βιβλίο.
[i] Όπως ονομάζονται πλέον στη διεθνή γλώσσα εκείνοι που μέσα από δράσεις υπερασπίζονται τους δημόσιους και ελεύθερους χώρους, τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, το περιβάλλον κ.λπ.
[ii] Βλ. «Αστικό Κενό: Συζήτηση», στο Αστικό Κενό: Δράσεις 1998–2006, Αθήνα, Futura, 2007, σσ. 192–209.
[iii] Lucy + Jorge Orta, 70 x 7 The Meal, Act XXI, Ουτρέχτη, 2005 (http://www.studio-orta.com/).
[iv] Βλ. Σίλερ, Φρόιντ, Χουϊτζίνγκα, Ερνστ Κρις, Καταστασιακούς, Σέννετ, κ.ά.
[v] Μη κερδοσκοπικό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 1974. Το Dia Art Foundation είναι διεθνώς αναγνωρισμένο για την ανάλυψη πρωτοβουλιών, την υποστήριξη, την παρουσίαση, και την συντήρηση καλλιτεχνικών προγραμμάτων. Το Dia παρουσιάζει δημόσια προγράμματα και την μόνιμή του συλλογή έργων από το 1960 ως σήμερα στο Dia: Beacon, στις Riggio Galleries, στη Hudson Valley της Νέας Υόρκης. Επίσης, το ίδρυμα φιλοξενεί μακράς διάρκειας, τοπικά προσδιοριμένα [site-specific] projects στις Δυτικές ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη, και στο Bridgehampton του Long Island (www.diacenter.org).