Αντιαστικό Κενό;
Κωστής Σταφυλάκης


⁰¹⁻⁰³ Αστικό Κενό, Δράση 2: Εκφωνήσεις στον ακάλυπτο χώρο. Ψυρρή., 2 Ιουλίου 1998

⁰⁴⁻⁰⁶ Αστικό Κενό, Δράση 4: Δράση στην κοίτη του ποταμού Κηφισού, 11 Μαρτίου 1999


Η έκδοση Αστικό Κενό: Δράσεις 1998–2006 (Futura, 2007) αποτελεί μια ουσιαστική και πλούσια καταγραφή των δράσεων της ομώνυμης ομάδας αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών σε μια περίοδο που οι προβληματικές του δημόσιου χώρου, της πολεοδομίας, της συμμετοχής στη καλλιτεχνική δράση κ.λπ. βρίσκονταν ακόμα σε σπερματικό στάδιο ανάπτυξης στην ελληνική εικαστική πραγματικότητα. Αν μια σειρά από performances στη δεκαετία του ’70 στόχευαν σε μια διερώτηση πάνω στην «συρρίκνωση» του δημόσιου χώρου, τότε πάλι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 θα παρατηρηθεί η δραστηριοποίηση νέων καλλιτεχνών και ομάδων γύρω από ζητήματα αστικής δόμησης και δημόσιας ζωής. Η δραστηριοποίηση αυτή θα λάβει τη μορφή αντίδρασης και αποστασιοποίησης από παλιά ακαδημαϊκά παραδείγματα και ενίοτε θα εκφραστεί ως ετεροχρονισμένη ανακάλυψη της performance. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που η διεπιστημονική συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές πειθαρχίες, το ανθρωπολογικό ενδιαφέρον και η κριτική γεωγραφία θα τεθούν στο επίκεντρο μιας παρεμβατικής πρακτικής. Μια από τις λίγες αυτές περιπτώσεις είναι η προσπάθεια του Αστικού Κενού, μια προσπάθεια που ξεκινά στην επωδό της δημόσιας τέχνης της δεκαετίας του ’80 και ’90 και στην ακμή της «εθνογραφικής στροφής», στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (η Διαδρομή 49 θα αποτελέσει μια άλλη, χρονικά βραχύτερη, προσπάθεια δημόσιου παρεμβατισμού, που θα διασταυρωθεί με το Αστικό Κενό).

Ωστόσο, η έκδοση αυτή για τη δραστηριότητα του Αστικού Κενού μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα πρίσμα ιδεών και ενεργημάτων που διέπεται από διφορούμενη, επαμφοτερίζουσα και εν τέλει δύσθυμη στάση απέναντι στον σύγχρονο δημόσιο χώρο.

Μια πρώτη κριτική διαπίστωση αφορά την ευρύτερη ιδέα περί δημόσιου χώρου που απασχολεί την ομάδα. Ο «δημόσιος» αυτός χώρος ταυτίζεται με το δομημένο αρχιτεκτονικό πολεοδομικό χώρο αλλά και με τα «κενά» που αφήνει η δραστηριότητα της δόμησης. Κενοί χώροι στο υπό διαμόρφωση Ψυρρή, η κοίτη του Κηφισού, η πλατεία Κλαυθμώνος, οι ταράτσες της πόλης, τα προσφυγικά, η Ακαδημία Πλάτωνος, το Μετρό, και άλλοι χώροι αποτελούν πεδία «μεταβατικής χρήσης», αδιευκρίνιστου καθεστώτος, που προκαλούν την παρέμβαση της ομάδας. Εδώ όμως έχουμε ήδη μια αρκετά οριοθετημένη σύλληψη του «χώρου», αλλά και του «δημόσιου», η οποία δεν ευνοεί ιδιαίτερα μια προγραμματική διερεύνηση της «δημοσιότητας», της ρηματικής δηλαδή κατασκευής της δημοσιότητας αλλά και των αναπαραστάσεων των υποκειμένων στα πλαίσια μιας τέτοιας δημοσιότητας. Ο εκρηκτικός κόσμος της ιδιωτικής τηλεόρασης, τα ζοφερά δελτία των οκτώ, το νέο εργασιακό κι εταιρικό περιβάλλον με τους λόγους ειδημοσύνης που το διαπερνούν, η έκρηξη του ημερήσιου-περιοδικού τύπου και η κουλτούρα των εντύπων ελεύθερης διακίνησης, οι νέες μορφές μαζικής διασκέδασης και ψυχαγωγίας, ο νεολαιΐστικος φυλετισμός, οι διαδικτυακές κοινότητες, οι δημόσιες σεξουαλικές και έμφυλες ταυτότητες, η νέα θρησκευτικότητα και πολλά άλλα συστατικά στοιχεία της εγχώριας δημοσιότητας της δεκαετίας του ’90, θα αφήσουν μάλλον αδιάφορη την πιο σταθερή, ίσως, ομάδα δημόσιας τέχνης της Αθήνας. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και η αρχιτεκτονική ιδιότητα των μελών της ομάδας θα επικαθορίσει την δραστηριότητά της και θα την κατευθύνει κυρίως σε πολεοδομικές προβληματικές. Πρόκειται φυσικά για θεμιτή εστίαση και επιλογή, ωστόσο η αποφυγή των ευρύτερων ζητημάτων που προαναφέρθηκαν έχει ίσως βαθύτερες αιτίες, που σχετίζονται με μια απαξιωτική στάση ενάντια στον δημόσιο χώρο των αναπαραστάσεων.

Όπως αρκετοί στοχαστές της δημόσιας τέχνης τονίζουν σήμερα, ο «δημόσιος χώρος» δεν είναι απλώς ένα αρχιτεκτονικό πεδίο επί του οποίου οι δημόσιες εκφωνήσεις λαμβάνουν χώρα (επισυμβαίνουν), αλλά αντίθετα «παράγεται» ως χώρος δια των ρηματικών ενεργημάτων, των εκφορών, και συγκεκριμένα, παράγεται μέσα από την σύγκρουση των εκφορών αυτών. Το «δημόσιο» σε μια ραδιοφωνική ή τηλεοπτική συχνότητα, δεν είναι το «αγαθό» μιας υποτιθέμενης πρόσβασης και συμμετοχής κάθε απρόσωπου υποκειμένου σε αυτή, αλλά ακριβώς η διασταύρωση, η διαίρεση και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις φωνές αυτές. Η στιγμή της σύγκρουσης, της διαφωνίας, της απόκλισης είναι η στιγμή που ένας χώρος παράγεται ως «δημόσιος». [i] Αν εστιάσουμε λίγο στη Δράση 2 της ομάδας (Ιούλιος 1998), η οποία συνίσταται σε μια σειρά εκφωνήσεων σε ακάλυπτο χώρο του Ψυρρή με τη χρήση μικροφώνων θα εντοπίσουμε αρκετά διφορούμενα στοιχεία. Η ομάδα θα αναγνώσει ποίηση, συνταγές μαγειρικής, μανιφέστα και διακεκριμένα κείμενα, προσευχές, επικλήσεις, ύβρεις μέσα στον ακάλυπτο χώρο ως έμπρακτη «υπεράσπιση» και «ενεργοποίηση του εδάφους των αστικών κενών της πόλης». [ii] Αν ρίξουμε όμως μια ματιά στα κείμενα και στα αποσπάσματα των εκφωνήσεων που επιλέχθηκαν για να συνοδεύσουν την έκδοση θα διαπιστώσουμε πως το περιεχόμενο της «ενεργοποίησης» αυτής δεν είναι τόσο «αυθόρμητο» αλλά έχει συγκεκριμένες ιδεολογικο-πολιτικές προκείμενες. Ένα απόσπασμα από τη διήγηση μιας καλόγριας που τώρα ζει σε πόλη της Ουαλίας αναφέρει: « […] Κάθε φορά που τρώω ψωμί σκέφτομαι αυτούς που το φτιάχνουν, τον κόπο που έκαναν όλη τη βδομάδα. Έτσι, από τη μια προσεύχομαι γι’ αυτούς, από την άλλη είναι μέρος της καθημερινής μου ζωής. Και ειδικά αυτό το ψωμί είναι πολύ νόστιμο, γι’ αυτό ψωνίζω πάντα από δω […] Ο καφές που ψωνίζω φροντίζω να λέει στην ετικέτα ότι παρασκευάζεται στον Γ’ Κόσμο και ότι τα κέρδη από την αγορά μου θα βοηθήσουν τον Γ’ Κόσμο […] ». Ένα άλλο ποίημα λέει, «Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο που νάχει πόρτα ανοιχτή και να μην έχει θάλασσα — μονάχα άντρες άνεργους — σκόνη με ήλιο και σιωπή — να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ κι η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας […] ». Το δίπλα απόσπασμα ξεκινά ως εξής: «Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών — Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς. Κάνουν ό,τι λάχει. Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών […] », ενώ ένα τολμηρότερο απόσπασμα τελειώνει έτσι: « […] Κι όταν έρθουν να σου πουν — εδώ δεν είναι τόπος και χρόνος για τέτοια πράγματα — τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε. Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες» (σ. 33). Δεν μπορώ παρά να ομολογήσω, ως νέος θιασώτης της δραστηριότητας του Αστικού Κενού, πως δεν αντιλαμβάνομαι τον λόγο που οι παραπάνω εκφωνήσεις συνιστούν ενεργοποίηση των «εγκαταλελειμμένων» στις «δυνάμεις της οικονομίας και την τεχνοκρατική αντίληψη» (όπως συχνά η ομάδα καταγγέλλει) κενών χώρων της πόλης. Αντί για ενεργοποίηση του κενού χώρου, έχουμε μάλλον την ενεργοποίηση μιας κουλτούρας αριστερής διαμαρτυρίας, σοσιαλιστικού ρεαλισμού αλλά και αντι-εξουσιαστικής πρόζας (π.χ. Κατερίνα Γώγου), ποίησης της ήττας και ρεμπέτικης θυματοποίησης: εν ολίγοις, φαντασιακά συστατικά ενός ακυρωμένου αριστερού αντάρτικου πόλεως που μέλει να αναζωπυρωθεί από το Αστικό Κενό ανάμεσα στα πάρκινγκ του Ψυρρή. Τώρα, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί τα μέλη του Αστικού Κενού ταυτίζονται με τα «οριακά» και «ανέστια» υποκείμενα των επιλεγμένων εκφωνήσεών τους; Αν και ειλικρινά δεν μπορούμε να προσφέρουμε κάποια άμεση απάντηση στο ερώτημα αυτό, η εστίαση στις επόμενες δράσεις αποκαλύπτει περισσότερα σε σχέση με την αντίληψη του «κενού χώρου» που η ομάδα θέτει σε λειτουργία.

Οι «κενοί χώροι» που ενδιαφέρουν το Αστικό Κενό, δεν είναι σίγουρα ουδέτεροι χώροι, αλλά ούτε και τόσο «κενοί». Συγκεκριμένα, είναι χώροι επενδυμένοι από την ίδια την ομάδα με μια, μάλλον μυθική, κενότητα. Είναι, ως επί το πλείστον, χώροι στους οποίους η ομάδα προβάλει την ιδέα μιας αστικής κοινωνικής «μικροκλίμακας», η οποία παρουσιάζεται διαρκώς «βαλλόμενη» από την αναπτυξιακή και εργολαβική δραστηριότητα και η οποία «πρέπει» να διασωθεί ως αυθεντικό βίωμα της κοινότητας και της εντοπιότητας. Ωστόσο, η αστική δυστοπία που κινητοποιεί το Αστικό Κενό δεν οδηγεί σε μια παραδοσιοκρατική άρνηση της σύγχρονης Αθήνας, ούτε σε ένα παραδοσιακό αγροτικό ρομαντισμό-κοινοτισμό, αλλά σε μια αριστερίστικη αναζήτηση για κοινωνική αμεσότητα και «αμεσοκρατία», η οποία όμως δεν αποκλείει και την δευτερογενή ενεργοποίηση παραδοσιοκρατικών μυθολογιών. Τούτο δεν γίνεται άλλωστε σαφές με τον πλέον οφθαλμοφανή τρόπο με αφορμή τη συμμετοχή του Αστικού Κενού στις κινητοποιήσεις φορέων και κατοίκων των εργατικών πολυκατοικιών των Αμπελοκήπων; Όπως αναφέρεται στη πρόσφατη έκδοση: «Φορώντας λευκές αθλητικές φανέλες με τα νούμερα των παικτών, η ομάδα του Αστικού Κενού μοιράστηκε στα δύο και με τη συμμετοχή παιδιών από την περιοχή, έπαιξε για λίγες ώρες «τα μήλα» εκεί, στον ελεύθερο χώρο, ανάμεσα στις εισόδους των ημιερειπωμένων πολυκατοικιών.» Στόχος της δράσης αυτής ήταν «να σκηνοθετηθεί η εντύπωση ότι στο χώρο τους εκείνο που διακυβεύεται είναι η δυνατότητα ανασυγκρότησης της αστικής ζωής με την ένταση, το παιγνιώδες και τη χαλαρότητα της καθημερινής ζωής στην κλίμακα της γειτονιάς της πόλης.» (σ. 98) Η μικροκλίμακα της αθηναϊκής γειτονιάς συνιστά την απάντηση του Αστικού Κενού στο «απρόσωπο» των σύγχρονων πόλεων. Εδώ, η μυθοποίηση των κτιρίων της Αλεξάνδρας από το αριστερό φαντασιακό αναπαράγεται με όλα της τα συμφραζόμενα: προσφυγιά, μετανάστευση, εμφύλιος, ψευδαίσθηση της υπαίθρου, αστική ζωή μέσα από τα μάτια της παιδικής ηλικίας κ.λπ. Σε μεταγενέστερο δελτίο τύπου της ομάδας (15.12.2003) επισημαίνεται πως τα προσφυγικά αποτελούν κάποια από τα «ελάχιστα υλοποιημένα παραδείγματα αστικού σχεδιασμού της νεωτερικότητας» και απορρίπτεται η προοπτική κατεδάφισης πριμοδοτώντας τις «μνήμες και τους ανθρώπους», τη «συνέχεια μέσα στο χρόνο της κατοίκισης», τον «υπαίθριο χώρο» κ.ά. (σ. 142) Στις περιγραφές της ομάδας, ο χώρος ανάμεσα στα κτίρια χαρακτηρίζεται «ελεύθερος» κατ’ αντιδιαστολή προφανώς με τον πυκνωμένο χώρο της αθηναϊκής μεγαλούπολης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε να ερευνήσει κάποιος αν τα παιδιά των κατοικιών αυτών βιώνουν πράγματι την ελευθερία που βίωσε το Αστικό Κενό. Η ομάδα θα επιτεθεί στη χρήση του «ελεύθερου χώρου», όπου θα παίξει τα μήλα με τα παιδιά, ως πάρκινγκ για τα αμάξια των κατοίκων. Έτσι απέναντι στην «επίπλαστη» μικροαστική επιθυμία για ταχύτητα, μετακίνηση, εκδρομή κ.λπ. η ομάδα θα αντιπαραβάλει το «αυθεντικό» παιδικό παιχνίδι. Διακρίνουμε επομένως εδώ μια πολύπλοκη κριτική της σύγχρονης πόλης η οποία ξεκινά από μια ρητή αποδοχή της νεωτερικής αστικής συνθήκης, μια κατάφαση, ενάντια στις μικροαστικές τάσεις φυγής, και καταλήγει, ωστόσο, στην εξύμνηση του «μικρο-τοπικού» ενάντια στη ραγδαία ανοικοδόμηση.

Αν και μια παρεξήγηση των προθέσεων του Αστικού Κενού είναι ανά πάσα στιγμή ενδεχόμενη δεν θα έπρεπε απλώς να εντάξουμε την κριτική του στάση σε μια μεταπολιτευτική κουλτούρα απόρριψης της πόλης και αναζήτησης της αυθεντικότητας — μια κουλτούρα που διαχέεται στο σύνολο του πολιτικοϊδεολογικού φάσματος. [iii] Όπως εξηγεί ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, «[σ]τη μεταολυμπιακή Αθήνα, στα χρόνια δηλαδή όπου η ελληνική μητρόπολη μοιάζει να ανακτά στοιχεία αστικής υπερηφάνειας, η φαντασιακή απόδραση, η άρνηση της πόλης ή η επιταγή να συμπληρωθεί η όποια αστική ταυτότητα με μια αγροτική, υπαίθρια ή επαρχιακή εμφανίζεται επίμονα σε ολοένα και περισσότερες αφηγήσεις ζωής που εκβάλλουν στο δημόσιο χώρο.» [iv] Ωστόσο, η δυσφορία που αποπνέει η ομάδα για την εξέλιξη της σύγχρονης πόλης, δεν είναι η δυσφορία του εσωτερικού μετανάστη που νοσταλγεί την σχέση με την επαρχία, ούτε απλώς ένας δευτερογενής φαντασιακός αναδιπλασιασμός μιας τέτοιας στάσης, ακόμα και αν πολλές φορές η ομάδα ενδύεται ένα τέτοιο μανδύα ταυτιζόμενη με τους οικονομικούς μετανάστες, τους τσιγγάνους, επισφαλείς ομάδες κ.λπ. Η δυσφορία του Αστικού Κενού είναι η δυσφορία μητροπολιτικών-αστικών στρωμάτων της (αριστερής) διανόησης που βιώνουν σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία της μεταπολίτευσης την αδυναμία συμμετοχής ή διαδραμάτισης ουσιαστικού ρόλου στην τρέχουσα ηγεμονική κουλτούρα. Θα διαπιστώσουμε παρακάτω ορισμένες διαστάσεις της ιδιότυπης αυτής δυσφορίας με αφορμή την συνειδητή και διακηρυγμένη από την ομάδα «οκνηρία» των δράσεών της, η οποία προκρίνεται ως πολιτική αντίστασης. [v] Η ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου λεξιλογίου σωματικής-βιωματικής απόδρασης από την τρέχουσα-ηγεμονική κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα είναι συστατικό κομμάτι μιας επαμφοτερίζουσας στάσης απέναντι στη πόλη.

Η ελληνική δεκαετία του ’80 σήμανε την ισοπέδωση του κέντρου από το λαϊκισμό ενώ η δεκαετία του ’90 συνδέθηκε με την απότομη στροφή στον τεχνοκρατισμό υπό την επιτακτική ανάγκη εκσυγχρονισμού. Ο εκτοπισμός της αριστεράς από μια «πολιτική του κέντρου» οδήγησε τμήματα της διανόησης «αριστερότερα» και συγκεκριμένα στην αναζήτηση ριζοσπαστικού περιεχομένου πέραν των υπαρκτών ηγεμονικών σχημάτων. Η έννοια του «αριστερού ρεύματος» δεν αφορά μονάχα ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά μπορεί να γίνει κατανοητή και ως διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης που διατρέχει οριζόντια το συνολικό κοινοβουλευτικό και εξωκοινοβουλευτικό φάσμα, προκαλώντας ποικίλες και συχνά αντιφατικές ιδεολογικές συναρθρώσεις (λαοκρατικές, αντικοινοβουλευτικές, εναλλακτικές, πράσινες, νέο-ορθόδοξες, αντι-καπιταλιστικές, κρατικιστικές, ετεροπαγκοσμιοποιήσης και πολλές άλλες). Αν και σκληρή διαπίστωση, δεν μπορούμε παρά να υπενθυμίσουμε πως τόσο η κυριαρχία του λόγου περί αντί-παγκοσμιοποίησης στην προοδευτική αριστερά, ο νέος αριστερισμός, όσο και ο νέος εθνοκεντρισμός είναι φαινόμενα που, αν και δεν έχουν απαραίτητα το ίδιο και το αυτό πολιτικό απόσταγμα, απέκτησαν μορφή ως αντίδραση στην πολιτική του κέντρου και του μεσαίου χώρου.

Οι δράσεις του Αστικού Κενού λαμβάνουν χώρα ακριβώς σε μια περίοδο που η «υπερπολιτικοποίηση» των ελληνικών μαζών της δεκαετίας του ’80 έχει ριζικά παρέλθει και η μεταπολιτική απάθεια του σύγχρονου έλληνα διακρίνεται από το ιδιαίτερο στυλ «αναμονής» αναπτυξιακών έργων, επενδύσεων, ολυμπιακών αγώνων κ.λπ. Ο πολεοδομικός οργασμός που θα συνοδεύσει την ελληνική πραγματικότητα της προ-ολυμπιακής εποχής θα προκαλέσει ανησυχία στην ομάδα και θα την στρέψει στα «κενά» της πόλης, σε χώρους που το νόημα δεν έχει ακόμα «σοβατιστεί». Ενάντια στον εκσυγχρονιστικό μεσσιανισμό της ανοικοδόμησης, η ομάδα θα αναπτύξει τον δικό της μεσσιανισμό της «διάσωσης», έναν μπενγιαμινιανό μεσσιανισμό που δίνει έμφαση στη λύτρωση του παρελθόντος στο παρόν. Τα «κενά» της πόλης γεμίζουν με τα «ασθενή ενεργήματα σώματος» της ομάδας που «μετατοπίζουν την έμφαση της πολιτικής/αστικής παρέμβασης από το μέγα-ουτοπικό στο μικρό-πραγματικό, καθημερινό χώρο». (σ. 114) Υπό την έννοια αυτή το κενό επενδύεται από την ομάδα με το αίσθημα τη καθημερινής εστίας. Αποτελεί ένα χώρο στοχασμού μιας μεταβατικής «ελευθερίας» που σύντομα θα εξαλειφθεί από τις εκσυγχρονιστικές πολιτικές ανοικοδόμησης. Τούτο που συσκοτίζεται όμως με μια τέτοια στάση είναι ακριβώς η άμεση σχέση των «κενών» της Αθήνας με μια μακρά καθήλωση στη μεταπρατική (παρά-)οικονομία, στα πλαίσια της οποίας οι χώροι παραμένουν σε μια μεταβατική κατάσταση χρήσης, σε μια κατάσταση παρασιτικής αναμονής. Άλλωστε αρκετοί κενοί χώροι του Ψυρρή, δεν παραμένουν κενοί γιατί κάποιοι ιδιοκτήτες αντιστέκονται στην αγοραία μελλοντική τους χρήση, αλλά γιατί χρησιμοποιούνται από χρόνια τώρα ως πάρκινγκ για τη στάθμευση των αυτοκινήτων των θαμώνων των γειτονικών κέντρων διασκέδασης συμμετέχοντας στους οικονομικούς ρυθμούς της διασκεδασούπολης. Η εξιδανίκευση της μεταπρατικής συνθήκης δια της αγόρευσής της σε «ελευθερία» εγκυμονεί πάντα το κίνδυνο εξευγενισμού της μικρο-κοινοτικής ζωής ενάντια στην υποτιθέμενη «απρόσωπη τσιμεντούπολη».

Η αντίθεση της ομάδας στην γιγαντιαία επέμβαση που προκαλούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες (Αττική Οδός, διεθνές αεροδρόμιο κ.λπ.) θα εκφραστεί ωστόσο και ως απομάκρυνση από την εστία, στα όρια της αστικής δομής, όπως συμβαίνει με την επίσκεψη στο βραχώδες Νησί του Πατρόκλου, στο όριο της νότιας Αττικής. Η ομάδα θα περιγράψει την επίσκεψη με μεσσιανικούς όρους: «Η συλλογική αυτή απομάκρυνση μπορεί να χαρακτηριστεί ως ομαδική έξοδος» (σ. 149). Η «αριστερή στροφή» του Αστικού Κενού ενάντια στο εκσυγχρονιστικό-ολυμπιακό όραμα εκφράζεται εδώ, αλλά και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις, ως ραφιναρισμένη εκδοχή της αντι-εξουσιαστικής ρητορικής, με απώτερες φαντασιακές ταυτίσεις τους καταστασιακούς, αλλά και τον ιταλικό αναρχοσυνδικαλισμό-αυτονομισμό της δεκαετίας του ’70. Για αυτό μαρτυρούν οι αναφορές στο «σαμποτάζ», οι παραπομπές στη σκέψη του Negri και του Virno, οι συμμετοχές στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ κ.ά.

Τον Μάρτη του 1999 η ομάδα οργανώνει οδοιπορία στις όχθες του ποταμού Κηφισσού και εκδίδει δελτίο τύπου που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ευρισκόμενοι για λίγο στην κοίτη του ποταμού θέλουμε να μεταδώσουμε την πεποίθηση ότι ο αρχαίος ποταμός της Αθήνας δεν είναι ένα αυτονόητο απόθεμα για τις πολεοδομικές εργολαβίες. Αντιθέτως μπορεί να ανήκει σε μια σκέψη, έστω και προσωρινή, που θέλει να διασώζει τα θραύσματα της αρχαίας τοπογραφίας της πόλης προς όφελος των τωρινών και των μελλοντικών της κατοίκων.» (σ. 62) Το βίωμα της ταχείας δόμησης της αθηναϊκής πόλης ήταν σίγουρα τραυματικό στη νεότερη ιστορία της, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σαφές γιατί η «αρχαία τοπογραφία» του Κηφισσού συνιστά αναγκαίο ή έστω χρήσιμο βίωμα για τη μελλοντική ζωή των κατοίκων της Αθήνας. Η εμπειρία του σημερινού Αθηναίου από το Κηφισσό δεν είναι η λατρεία του θεού Κηφισσού, ούτε η οργανική παρουσία του ποταμού στην καθημερινή ζωή, αλλά οι καταστροφικές πλημμύρες της δεκαετίας του ’60 που κατέπνιξαν τις γύρω περιοχές και οι συνεχιζόμενες υπερχειλίσεις που δεν είναι παρά αποτέλεσμα της πολεοδομικής δραστηριότητας που καταγγέλλει το Αστικό Κενό. Κι αν η πρόθεση της ομάδας είναι να καταδείξει την απερίσκεπτη πολεοδομική δραστηριότητα, τότε προς τι η επίκληση της αρχαίας τοπογραφίας; Το σκεπτικό του Αστικού Κενού δείχνει εδώ να διέπεται από μια μορφή ρομαντικής αναβάθμισης του αρχαίου σπαράγματος, το οποίο συχνά εντάσσεται σε ένα μανιχαϊκό δίπολο «αρχαία χωροταξία vs κακή νεότερη εργολαβική δραστηριότητα». Αλήθεια γιατί ο Κηφισσός, ή ακόμα καλύτερα, γιατί ο Κηφισσός ως «αρχαία τοπογραφία» τη στιγμή που ό,τι συμβαίνει πάνω από τον Κηφισσό, η εμπειρία δηλαδή του σύγχρονου αθηναίου από το μποτιλιάρισμα, αποτέλεσμα της έξαρσης της αγοράς ΙΧ, η διόγκωση του χρόνου μετακίνησης κ.λπ. αποτελεί πολύ πιο τραυματικό βίωμα από την «βέβυλη» τσιμεντοποίηση του «αρχαίου ποταμού». Η αφήγηση της οδοιπορίας από την ομάδα είναι και αυτή αποκαλυπτική. Φέρει τα χαρακτηριστικά καταγγελίας της αστικής αλλοτρίωσης και εξύμνησης της «ηθικής οικονομίας» της κοινότητας έναντι της πολιτικής οικονομίας της σύγχρονης Αθήνας: «Ένα κρύο βράδυ, στις αρχές του 1999 […] συναντηθήκαμε στη γέφυρα του Ρέντη, πάνω από την κοίτη του Κηφισσού, εφοδιασμένοι ο καθένας με ένα γαλβανιζέ μεταλλικό κουβά, σχοινί και από ένα φακό […] Στη διάρκεια της διαδρομής ίχνη από βρώμικα νερά και λάσπες εμπόδιζαν το περπάτημά μας. Γύρω από τα περιτειχίσματα, τις όχθες του ποταμού με τους ευκάλυπτους, σε διπλές σειρές κινούντο τα αυτοκίνητα που διακρίνονταν εκεί κάτω από τους προβολείς τους. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων σκέπαζε το μεταλλικό θόρυβο που προκαλούσαν οι δέκα, δεκαπέντε κουβάδες, καθώς σύρονταν με σχοινιά στην άλλοτε στεγνή και σκληρή και άλλοτε λασπώδη κοίτη του ποταμού. […] Με το τέλος της διαδρομής, που αν και πολύ θορυβώδης και ασυνήθης, δεν τράβηξε την προσοχή κανενός, εξήλθαμε της κοίτης και κρεμάσαμε τους άδειους κουβάδες με τα σκοινιά από τα κιγκλιδώματα της γέφυρας, στη Λαχαναγορά, να χάσκουν πάνω από — ή μέσα στην — κοίτη του ποταμού. […] Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν πεζό, να περνά από εκεί για να μαζέψει ένα κουβά και δύσκολο να φανταστεί κανείς, πώς θα τον μετέφερε από κει αλλά και πώς θα του γινόταν χρήσιμος μετά ο χρησιμοποιημένος κουβάς στην καθημερινή του ζωή.» (σ. 55) Ο κουβάς σαφώς ανάγεται εδώ νοσταλγικά σε σύμβολο μιας παλαιάς κοινωνικο-οικονομικής τάξης πραγμάτων στην οποία αποτελούσε μέσο ύδρευσης της κοινότητας. Η ομάδα θρηνολογεί για την υποκατάσταση κάποιων υποτιθέμενα άμεσων μορφών ζωής και εργασίας με την προλεταριοποιημένη εργασία όσων εργάζονται στις ολυμπιακές εργολαβίες. Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσει κανείς στην σκοτεινή αυτή αφήγηση ένα αυθεντικό δείγμα cyberpunk δυστοπίας και αριστερής καταγγελίας.

Ανάλογα συμφραζόμενα θα εντοπίσει κάποιος αν εξετάσει τη δράση Γεύμα στην Ακαδημία Πλάτωνος με τον εξίσου δυστοπικό τίτλο Farewell to the free city. Η δράση συνίσταται στην οργάνωση μεσημεριανού γεύματος στον αρχαιολογικό χώρο του πάρκου της Ακαδημίας Πλάτωνος, μια παράδοξη κατοίκηση που έχει ως στόχο να θέσει το ερώτημα της σημασίας του «κενού δημόσιου χώρου» και της προοπτικής δράσης του πολίτη σ’ αυτόν (σ. 122). Ο «κρυφός» χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος, ενταγμένος στην ευρύτερη περιοχή του Κολωνού, στα όρια του βιομηχανικού ελαιώνα των Αθηνών, θα περιφραχθεί και θα ασφαλιστεί στα πλαίσια της «ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων» και του προγράμματος αστικής εξυγίανσης εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων. Η ομάδα θα προσκαλέσει στη γιορτή αυτή τους διαβάτες του πάρκου, τα παιδιά, τους τσιγγάνους υπενθυμίζοντας έτσι «την δυνατότητα των αρχαίων ερειπίων να φιλοξενούν την περιπλανώμενη αναζήτηση ελεύθερης κίνησης μέσα στην περιχαρακωμένη ζωή των σύγχρονων πόλεων». (σ. 111) Εδώ οφείλει κάποιος να επισημάνει ένα ζήτημα μνήμης και συμβολισμού, το οποίο δεν είναι δευτερεύον στο βαθμό που η ομάδα ενδιαφέρεται συχνά για τον ρόλο της μνήμης στη πόλη. Η ταύτιση της Πλατωνικής Στοάς με τη σύγχρονη και ανοικτή «ελεύθερη πόλη», αν μη τι άλλο, διέπεται από κάτι οξύμωρο. Στόχος μας δεν είναι εδώ να αναπαράγουμε αναχρονιστικά στερεότυπα σχετικά με την «αυταρχική» Πλατωνική Πολιτεία (άλλωστε η ιστορία της πλατωνικής ακαδημίας είναι πλούσια και πολύπλευρη), αλλά η ιδέα ότι η διεκδίκηση μιας ανοικτής στην διαφορετικότητα πόλης εφορμεί από τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα μας φαίνεται κάπως ανασταλτική, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού. Βέβαια η ομάδα ενδέχεται να επιδιώκει να αμφισβητήσει έμπρακτα τα όποια πολιτικά συμφραζόμενα ενός τέτοιου χώρου πραγματοποιώντας μια, όντως ανοικτή στη συμμετοχή, δράση. Ωστόσο, γιατί η ελευθερία του αστικού χώρου και ανάδειξη της διαφορετικότητας θα πρέπει να συνδεθούν πάλι με έναν αρχαιολογικό χώρο; Μια περιγραφή του γειτονικού Ελαιώνα από τον Βασίλη Καραποστόλη φαντάζει πολύ πιο σκοτεινή αλλά και ζωντανή σύλληψη του σύγχρονου αστικού παλμού (ελεύθερου ή ανελεύθερου) από την νεοκλασική διασκέδαση του Αστικού Κενού: «Η περιοχή σου απαγορεύει να τη μετράς, να την παραβάλλεις με άλλες, είναι μια πληρότητα χαοτική, ή μπαίνεις σ’ αυτή ή βγαίνεις. Αν μείνεις, θα ακούσεις το σφυροκόπημα των άψυχων μέσα στις βιοτεχνίες και τα εργοστάσια, και θα περάσεις μπροστά από χαμόσπιτα, φυτρωμένα δίπλα σε μικρά μποστάνια, ζωσμένα από γιγάντιες σαμπρέλες και ζάντες. […] Έπειτα, αν καταφέρεις και βγεις από τους δαιδάλους, προχώρησε προς την ανατολική μεριά, δες τα φτωχοντυμένα μικρά του Βοτανικού να τρέχουν στους δρόμους δίχως «μη!» από πίσω τους — είναι ανόητο να τα συμπονέσεις […]». [vi]

Τί σηματοδοτεί άραγε αυτή η γριφώδης σύζευξη αρχαιολογικών χώρων και διεκδίκησης μιας ελεύθερης πόλης από το Αστικό Κενό; Ίσως θα μπορούσε να κατανοηθεί ως μια εκδοχή του πολιτισμικού φαινομένου που ο Νίκος Δεμερτζής έχει περιγράψει ως «ανεστραμμένο συγκρητισμό»: «ότι, δηλαδή, η εκσυγχρονιστική κουλτούρα στην Ελλάδα δεν “πατάει” στην παράδοση προκειμένου να ριζώσει και να ανθίσει, αλλά απεναντίας ότι η παράδοση τρέφεται και ανανεώνεται από τον εκσυγχρονισμό». [vii] Δεν είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η ωραία εικόνα δεξίωσης της διαφορετικότητας που αφήνει το πολυπολιτισμικό γεύμα του Αστικού Κενού, με φόντο τις ελάχιστες και σχεδόν αδιόρατες πέτρινες αρχαίες χαράξεις, αναπαράγει το αίσθημα αυτάρκειας και λιτότητας του ελληνικού κυριακάτικου οικογενειακού γεύματος; [viii]

Πρέπει τέλος να εστιάσουμε στην «αρχιπολιτική» της ομάδας, στη βασική δηλαδή κινησιολογία που προτείνει ως πολιτική αντίστασης στην μελλοντική οικοδόμηση του αστικού χώρου. Αυτή συμπυκνώνεται σε μια παράγραφο ενός σχεδιάσματος δράσης που περιλαμβάνεται στην έκδοση: «Υπάρχει, θα ’λεγε κανείς στον τρόπο οργάνωσης μια οκνηρία που συντονίζεται με το αντικείμενο: τους κενούς, “ενδιάμεσους”, ακόμα ελεύθερους από την πολιτική και δημόσια αναπαράσταση, χώρους της πόλης (της ελληνικής πόλης). Τα ενεργήματα του Αστικού Κενού θέλουν να υποδεικνύουν τους αόριστους αυτούς χώρους, ως εστία αντίστασης απέναντι σ’ έναν επερχόμενο αρχιτεκτονικό και πολιτικό λόγο διαχείρησης.» (σ. 115) Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο αντιεξουσιαστικός-αυτονομιστικός πυρήνας της πολιτικής ρητορικής του Αστικού Κενού. Η δημοσιότητα, ως χώρος αναπαραστάσεων αλλά και ηγεμονικής διαμεσολάβησης των πολιτικών αγώνων και των κοινωνικών συγκρούσεων, καταγγέλλεται συλλήβδην και στην θέση της προτείνεται μια αρνητική χορογραφία, μια σειρά από τακτικές: «Μέσα σ’ αυτούς [τους χώρους] το σώμα ενεργεί περπατώντας, βηματίζοντας, μένοντας ξαπλωμένο, παίζοντας μπάλα, εκφωνώντας κείμενα κ.λπ. Ενεργώντας με αδιαφορία, εκτελώντας μαζί με άλλα σώματα μια απλή σωματική λειτουργία, το σώμα παραθέτει την παρουσία του στους επιλεγμένους τόπους». (σ. 115) Τα καταστασιακά μικρο-ενεργήματα της ομάδας συνοψίζονται από τον Ζήση Κοτιώνη στο κείμενό του: «Περπάτησε, αγόρευσε, όδευσε, χόρεψε, ξάπλωσε, φάε, κάτσε, χέσε!» [ix] Θα έπρεπε εδώ ίσως κάποιος να υπογραμμίσει πως η σημαντική ρήξη της δημόσιας τέχνης στη δεκαετία του ’80 ως προς τις παλαιότερες μορφές νέο-πρωτοποριακής πολιτισμικής αντίστασης ήταν, ακριβώς, η ανακάλυψη και επανεκτίμηση της δημοσιότητας ως ένα πεδίο συνάρθρωσης των ταυτοτήτων, πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής ηγεμονίας και έγκλησης, εν τέλει ως ένα αξιοπρόσεκτο πεδίο παρέμβασης. Γιατί άραγε η αρχική χειρονομία του Αστικού Κενού συνοψίζεται σε μια ριζική προγραφή της δημοσιότητας; Ίσως το εξηγητικό κλειδί βρίσκεται σε έννοιες όπως «οκνηρία, αποφυγή του θεαματικού, αδιαφορία, έξοδος» κ.λπ. Πίσω από το αρχιπολιτικό λεξιλόγιο του Αστικού Κενού δεν θα ήταν άδικο να διακρίνει κανείς ψιχία ενός ιδιότυπου, αρκετά αριστοκρατικού, ressentiment [μνησικακίας]. Εντοπίζεται δηλαδή εδώ ένας ιδεολογικός αναδιπλασιασμός της ανημπόριας για πολιτική αντίδραση, μια αναστολή και ανικανότητα δράσης που μεταξιώνεται σε ειρωνική ενατένιση. [x] Τούτο δεν γίνεται σαφές με τη Δράση 10, 2002; Η ομάδα θα εισβάλει στο Μετρό και θα οικειοποιηθεί στο τέλος ένα βαγόνι όπου, μεταξύ άλλων, θα καταναλώσει φαγητό με στόχο την αμφισβήτηση της ιδεολογίας της καθαριότητας και της πολυτέλειας στους ολυμπιακούς χώρους της Αθήνας. Εδώ δεν κρύβεται μια μάλλον ελιτίστικη απόρριψη της σύγχρονης μικροαστικής κουλτούρας και των φαντασιακών της επενδύσεων;

Τα ερωτήματα που διατυπώθηκαν εδώ δεν έχουν στόχο μια οριστική οριοθέτηση της δραστηριότητας του Αστικού Κενού σε κάποιο ερμηνευτικό πλαίσιο. Αντίθετα, επιδιώκουν τον γόνιμο διάλογο πάνω στις σύγχρονες δημόσιες πρακτικές και στα πιθανά πολιτικά τους συμφραζόμενα, με αφορμή μια συγκεκριμένη αποκρυστάλλωση της δραστηριότητας του Αστικού Κενού: την πρόσφατη έκδοση. Η τόλμη, ή καλύτερα το θράσος, για τη διατύπωση των ερωτημάτων αυτών πηγάζει από την βεβαιότητα ότι το Αστικό Κενό συνιστά με σταθερό τρόπο μια ομάδα ουσιαστικής δεξίωσης της θεωρίας αλλά και δημιουργικής χρήσης της, σε μια χρονική στιγμή που ειλικρινείς αλλά και ενίοτε λαϊκίστικες φωνές επιτίθενται ενάντια στην «υπερβολική χρήση» της, ή στην ανεπαρκή συσχέτισή της με την αγορά και τα εγχώρια παραδείγματα. Επιπλέον, οφείλουμε να τονίσουμε ότι δεν προχωρήσαμε εδώ σε μια ενδελεχή εξέταση της πλούσιας συγγραφικής δραστηριότητας των μεμονωμένων ατόμων που απαρτίζουν το Αστικό Κενό. Μια τέτοια διερεύνηση θα μπορούσε ενδεχομένως να ρίξει εντελώς διαφορετικό φως στην δραστηριότητα που το βιβλίο αναδεικνύει και να προκαλέσει πλείστες άλλες αναγνώσεις. Αυτό όμως είναι έργο του μελλοντικού αναγνώστη.


[i] Για μια ανάλυση της σημασίας της έννοιας του «δημόσιου» στις σύγχρονες πρακτικές δημόσιας τέχνης βλ. Oliver Marchart, Πολιτική και Καλλιτεχνικές Πρακτικές: για την αισθητική της δημόσιας σφαίρας, στο υπό έκδοση Γιάννης Σταυρακάκης & Κωστής Σταφυλάκης (επιμ.), Το Πολιτικό στη Σύγχρονη Τέχνη, Αθήνα, Εκκρεμές, 2008.
[ii] Αστικό Κενό: Δράσεις 1998–2006, Αθήνα, Futura, 2007, σ. 29. Το Αστικό Κενό αποτελείται από τους Φοίβη Γιαννίση, Τζίμη Ευθυμίου, Λία Καναγκίνη, Νίκο Καζέρο, Ζήση Κοτιώνη, Πάνο Κούρο, Ζάφο Ξαγοράρη, Χριστίνα Παρακεντέ, Ελένη Τζιρτζιλάκη, Χαρίκλεια Χάρη.
[iii] Για μια ιδιαίτερα εύστοχη ανάλυση και κριτική της ιδεολογικής απόρριψης της αθηναϊκής πόλης, τόσο μεταπολιτευτικά αλλά και στο σήμερα, βλ. Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Πόλη και πολιτική κουλτούρα: Η ιδεολογία της αυθεντικότητας στο παράδειγμα της Αθήνας», στο Προσευχή για (παθητική;) αντίσταση, επιμ.: Ξένια Καλπακτσόγλου, Poka-Yio, Αυγουστίνος Ζενάκος, Θεόφιλος Τραμπούλης, Αθήνα, Biennale της Αθήνας, 2007.
[iv] Ό.π., σσ. 114–115
[v] Σε ορισμένα από τα κείμενα των μελών της ομάδας εκφράζεται ωστόσο και μια ευθεία εναντίωση στη πόλη. Ο Νίκος Καζέρος περιγράφει για παράδειγμα τη σχέση του σύγχρονου καλλιτέχνη με τη πόλη ως «κατάσταση εναντίωσης»: οι καλλιτέχνες αμφισβητούν διαρκώς την «εγκυρότητα της πόλης» μέσω μιας «βιωματικής εναντίωσης» στις «αστικές προκλήσεις». Νίκος Καζέρος, Αστική Έκθεση, στο Αστικό Κενό, σσ. 226–228
[vi] Βασίλης Καραποστόλης, Χειροποίητη Πόλη: Η Αθήνα ανάμεσα στο ναι και το όχι, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995, σ. 226.
[vii] Για μια ανάλυση της έννοιας του «ανεστραμμένου συγκρητισμού», βλ. Νίκος Δεμερτζής & Θάνος Λίποβατς, Φθόνος και Μνησικακία: Τα Πάθη της Ψυχής και η Κλειστή Κοινωνία, Πόλις, Αθήνα, 2006, σσ. 216–217.
[viii] Τούτος ο «ανεστραμμένος συγκρητισμός» δεν διέπει άλλωστε και το κείμενο της Φοίβης Γιαννίση, μέλους του Αστικού Κενού, όταν προτείνει πως οι προσπάθειες του Αστικού Κενού να επανεφευρεθεί η ταυτότητα της πόλης με τη δημιουργία τόπων-αντικειμένων ενθύμησης αντιστοιχεί στην αρχαία ανακάλυψη της μνημοτεχνικής από τον Σιμωνίδη το Κείο, ιστορία που μεταφέρει ο Κικέρωνας; Εδώ δεν μπορεί κάποιος παρά να αναρωτηθεί αν η παραπομπή στην αρχαία μνημοτεχνική έχει ως στόχο την δημιουργία σύγχρονης μνήμης ή αντίθετα στοχεύει στην επικαιροποίηση της «αρχαίας μνήμης» και των λυρικών εικόνων της πόλης που τη συνοδεύουν. Άραγε δεν υπάρχουν πιο σύγχρονες αφηγήσεις της πόλης, για να σχεδιάσουν μια μνήμη, από αυτή του Σιμωνίδη; Βλ. Φοίβη Γιαννίση, «Αστικό Κενό — Σώμα — Μνήμη και Πολιτική», στο Αστικό Κενό, σσ. 212–214.
[ix] Ζήσης Κοτιώνης, «Σώμα και Ενέργημα», στο Αστικό Κενό, σ. 234.
[x] Η δράση με το ξάπλωμα στη πλατεία Κλαυθμώνος με στόχο τη θέαση του ουρανού από το αστικό έδαφος, από την οπτική γωνία του περιπλανώμενου οικονομικού μετανάστη, δεν συνιστά μια χειρονομία ειρωνικής ενατένισης της σύγχρονης αστικής πραγματικότητας; Εδώ υπάρχουν και ορισμένες άλλες ενδιαφέρουσες διαστάσεις. Το γεγονός για παράδειγμα ότι η ομάδα θα ξαπλώσει στο έδαφος της πλατείας, μπροστά από τα προεκλογικά περίπτερα του ΠΑΣΟΚ είναι ίσως χαρακτηριστικό της στάσης ειρωνικής ενατένισης ενάντια στη μικροαστική πολιτική κουλτούρα. Εδώ υιοθετείται η οπτική γωνία του μετανάστη (προφανώς ως αυθεντική πολιτική οπτική γωνία) για να αποδοκιμαστεί η ψεύδο-πολυτέλεια της πολιτικής διαφήμισης και της πολιτικής δημοσιότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό, ακόμα και ο νόμος του ressentiment αντιστρέφεται. Δεν πρόκειται για τη συνήθη μικροαστική-μνησίκακη απόρριψη της σύγχρονης πόλης αλλά, αντίστροφα, για την ελιτίστικη απόρριψη της μικροαστικής πραγματικότητας από τον αστό διανοούμενο. Ταυτόχρονα αυτή η «ελάχιστη χειρονομία» αποδοκιμασίας της μικροαστικής κουλτούρας δεν συνοδεύεται από μια πιο ουσιαστική διερεύνηση των κοινωνικών ταυτοτήτων, των αναπαραστάσεων των υποκειμένων, των πελατειακών σχέσεων, της μικροπολιτικής ή άλλων εγγενών στην ελληνική μικροαστική κουλτούρα κοινωνικών διαστάσεων.